Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τα πρώτα γεγονότα στη Συρία όπου με την πρόφαση της αντιμετώπισης του Ισλαμικού κράτους ξεκίνησε από τον Μπασάρ Αλ Άσαντ ένα κυνηγητό με βομβαρδισμούς και εξοντώσεις αντικαθεστωτικών καθώς και μαζικά φονικά που συμπεριελάμβαναν και αμάχους. Σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Συρίας, στη Δαμασκό, στο Ιντλίμπ, στο Χαλέπι παντού πτώματα, ερείπια και ένα σκηνικό καταστροφής και απόγνωσης από ανθρώπους που στερούνται ακόμα και τα βασικά. Η δημοσιογράφος Ντελφίν Μινουί περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί σε αυτήν τη δοκιμαζόμενη χώρα, στο δράμα που περνάνε οι άνθρωποι μέσα σε συντρίμμια και οδύνη για τις απώλειες των δικών τους, μικρών παιδιών και μητέρων συμπεριλαμβανομένων οπότε και ο πόνος γίνεται δυσβάσταχτος.
Δημιουργώντας μια κιβωτό γνώσης μέσα στα χαλάσματα του πολέμου
Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν, ξεπηδάει μία ελπίδα, ένα λουλούδι σαν εκείνο που ανθίζει ξαφνικά μέσα από τα χαλάσματα όπως περιέγραφε ο Ηλίας Βενέζης στη Ζωή εν τάφω. Αυτός ο ανθός δεν είναι άλλος από τη βιβλιοθήκη της Νταράγια, μια πόλη, η οποία και αυτή σφυροκοπείται ανελέητα από τις βόμβες που πέφτουν σαν βροχή πάνω από τα κεφάλια ανθρώπων που δεν έχουν άλλο όπλο παρά την ελπίδα τους και την υπομονή τους για καλύτερες μέρες. Η βιβλιοθήκη της Νταράγια, που στην πορεία έγινε χώρος αντίστασης με όπλο το διάβασμα και τα βιβλία της, ήταν μια ιδέα που γεννήθηκε ξαφνικά στο μυαλό μιας παρέας νεαρών που σκέφτηκαν να διαφυλάξουν τα βιβλία που έβρισκαν σκόρπια στους δρόμους ή κάτω από όγκους μπετόν, εκεί όπου οι βόμβες είχαν διαλύσει τα πάντα.
Αδιαμφισβήτητα όμως, η γνώση είναι το εργαλείο εκείνο, είναι το αγαθό εκείνο από το οποίο δεν μπορείς να στερήσεις από κάποιον, τουλάχιστον όχι από αυτά τα παιδιά, τους νεαρούς αγωνιστές που πάσχιζαν να βρουν μια διέξοδο σε αυτή την καταστροφική μανία, να αισθανθούν πως με κάποιον τρόπο αντιστέκονται στο πεπρωμένο που άλλοι θέλουν να γράψουν για λογαριασμό τους. Η Ντελφίν Μινουί περιγράφει την οργάνωση και τη δημιουργία μιας μυστικής βιβλιοθήκης όπου εδράζεται πια ο νεανικός πόθος για γνώση, για χρήση της γνώσης αυτής με απώτερο σκοπό να βγει ο κόσμος από το σκοτάδι στο οποίο είχε περιέλθει λόγω του αποκλεισμού από το καθεστώς από κάθε είδους δραστηριότητα. Τα βιβλία όλο και αυξάνουν και ο Αχμάντ, ο Ομάρ και τα άλλα νεαρά παιδιά διψάνε πια για γνώση όταν πριν λίγο καιρό δεν έπιαναν στα χέρια τους βιβλίο φοβούμενοι μήπως διαβάσουν για τα ψέματα που μάθαιναν στο σχολείο.
Η αφήγηση της Μινουί είναι συγκλονιστική και είναι μια απόδειξη πως η λογοτεχνία και το βιβλίο γενικότερα έχουν τον τρόπο να απλώνουν τη μαγεία τους για αυτούς που είναι έτοιμοι να τα δεχτούν και να τους αφιερώσουν χρόνο, να γευτούν τους καρπούς της ανάγνωσης. Τα όσα εκτυλίσσονται σε αυτήν τη μικρή πόλη γίνονται γνωστά σε εμάς μέσα από την επικοινωνία της Μινουί με τους νέους της φίλους καθώς μέσω του διαδικτύου μπορούν και ακούνε ο ένας τον άλλον και εκείνη κυρίως μαθαίνει νέα τους και αγωνιά όταν δεν έχει άμεσα απάντησή τους καθώς οι βομβαρδισμοί είναι ακατάπαυστοι και ανελέητοι. Η φρίκη όμως του πολέμου και η αντίσταση συνεχίζεται και κανένας από την ομάδα μα ούτε και οι κάτοικοι που προστρέχουν στη βιβλιοθήκη πτοούνται μέχρι που η βιβλιοθήκη δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα βομβαρδισμού. Ακόμα και σε εκείνο όμως το σημείο κανείς δεν απογοητεύεται, δουλεύουν όλοι εντατικά για να την ξαναστήσουν, για να δώσουν στους εαυτούς τους ένα φως και μια ελπίδα να συνεχίσουν να ζουν.
Η Μινουί γράφει χαρακτηριστικά και μέσα από την ανάγκη της ο κόσμος να μάθει τι συμβαίνει σε αυτή την βασανισμένη πόλη, σε αυτή την ταλαίπωρη κοινωνία της Νταράγια, είναι ουσιαστικά το καθήκον της μα και η ηθική της ικανοποίηση να μαθευτεί πως κάποιοι γενναίοι νέοι παλεύουν για την γνώση: “Μέσα σ’ εκείνον τον θύλακο ελευθερίας που δημιούργησαν για τον εαυτό τους, το διάβασμα είναι το νέο τους στήριγμα. Διαβάζουν για να εξερευνήσουν το αποσιωπημένο παρελθόν. Διαβάζουν για να μορφωθούν. Για να γλιτώσουν απ’ την παράνοια. Για να δραπετεύουν. Τα βιβλία, μια διαφυγή. Μια μελωδία λέξεων κόντρα στην αυθαιρεσία των βομβών. Το διάβασμα, μια απλή πράξη ανθρωπιάς που τους δένει με την τρελή ελπίδα της επιστροφής στην ειρήνη”.
Σημειωτέον πως η ίδια η συγγραφέας είναι από μόνη της μια παθιασμένη αναγνώστρια και η πιστή ενασχόλησή της με αυτό που άκουσε για την Νταράγια έχει να κάνει και με τα δικά της βιώματα καθώς είχε επισκεφθεί τη νέα βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και είχε αισθανθεί βαθιά συγκινημένη μπροστά σε αυτό το επίτευγμα που την συγκλόνισε βαθιά μέσα της. Η ίδια μάλιστα εκμυστηρεύεται αυτήν την βαθιά αγάπη με τα παρακάτω λόγια: “Οι βιβλιοθήκες έχουν κάτι το ανατρεπτικό και καταπραϋντικό συνάμα. Πάντα μου άρεσε να περιφέρομαι στους διαδρόμους ανάμεσα στα ράφια, ν’ αναπνέω τη μυρωδιά του παλιού χαρτιού, ν’ αφουγκράζομαι τον ψίθυρο των σελίδων.” Το βιβλίο της Μινουί εκτός από το να αποτελεί έναν φόρο τιμής στους αφανείς ήρωες της Νταράγια, πολλοί εκ των οποίων δεν υπάρχουν πια είναι ταυτόχρονα και ένα μήνυμα σε αυτούς που ακόμα και σήμερα τείνουν να θεωρούν τα βιβλία ως κάτι μη αναγκαίο, ως κάτι δευτερεύον.
“Στη σκιά του πολέμου, οι φράσεις μπορούν να πάλλονται και πάλι. Είναι το σημάδι του χρόνου που μένει όταν τα πάντα είναι καταδικασμένα να χαθούν”
“Οι φράσεις πάλλονται με λέξεις όπως σοφία, ελπίδα, επιστήμη, φιλοσοφία, που αντιστέκονται στο μπαρούτι”