Το αινιγματικό μα και τόσο εκκεντρικό αυτό κείμενο, που γράφτηκε από τον Μποναβεντούρα στις αρχές του 19ου αιώνα, είναι εμποτισμένο με μυστήριο ήδη από το γεγονός πως υπάρχουν πολλοί μνηστήρες που θα μπορούσαν να το έχουν γράψει και ουσιαστικά ουδείς γνωρίζει απόλυτα την ταυτότητα του αυθεντικού συγγραφέα που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Μποναβεντούρα. Υπάρχουν εικασίες σχετικά με την ταυτότητά του και έχουν γίνει έρευνες που οδήγησαν στην αποκάλυψη αυτής της ταυτότητας, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτικά βέβαιος. Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, την οποία οφείλουμε να επαινέσουμε για την τόσο άρτια μετάφραση καθώς και για το εκτενές και τόσο διαφωτιστικό επίμετρο, αναλύει επαρκώς την θεωρία γύρω από το όνομα του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα κείμενο σπουδαίο, για την εποχή αλλά και για την σημερινή εποχή που ζούμε επίκαιρο με τον τρόπο του και άκρως διδακτικό.
Αναζητώντας τα χνάρια των ανθρώπων μέσα από τις ζοφερές συμπεριφορές τους
Η περιγραφή του κόσμου από τον Μποναβεντούρα πάνω από διακόσια χρόνια πριν, θυμίζει τόσο πολύ την σημερινή ειδικά όταν αναφέρεται στην παρακμή των ιδανικών, στον εξευτελισμό του ανθρώπου και στην ασχολία με ανούσια πράγματα, στις ατέρμονες απολαύσεις και στην απληστία που τον διακρίνει. Η απομάκρυνση του ανθρώπου από την φύση και η ενασχόλησή του με δραστηριότητες που δεν βοηθούν την ανάπτυξη του πνεύματος αλλά και η ολοένα και μεγαλύτερη έπαρσή του σαν να είναι κάτι μοναδικό δεν απέχει και πολύ από την σημερινή κατάσταση. Είναι ιδιαίτερα καυστικός και ασκεί κριτική στους ανθρώπους που βυθίζονται στην αλαζονεία τους ενώ αμφισβητεί τα πάντα, ακόμα και το κίνημα του ρομαντισμού του οποίου θεωρητικά είναι και εκείνος μέλος και εκπρόσωπος. Στοχοποιεί τους συναδέλφους του για την ανοησία που τους διακρίνει, ξεδιπλώνει το κουβάρι της υποκρισίας των συμπολιτών του και επιχειρεί μέσα από το ρόλο του νυχτοφύλακα όλα αυτά που παρατηρεί γύρω του.
Με βλέμμα επικριτικό αλλά και ιλαρό, εισβάλλει μέσα από τις περιπόλους του στα σπίτια των ανθρώπων και κρυφοκοιτάζει τα όσα εκτυλίσσονται πίσω από κλειστές θύρες, διότι η νύχτα έχει πολλά να αναφέρει και να καταθέσει σαν οι άνθρωποι μπουν στα σπίτια και αρχίσει ο ιδιωτικός βίος. Ερωτικά τερτίπια, υποκριτικές συμπεριφορές, εξαπατήσεις παντός τύπου αλλά και αγαθές συμπεριφορές που συνοδεύονται από αγάπη, όλα αυτά είναι στοιχεία που αναδύονται μέσα από τις αφηγήσεις ενός χαρακτήρα σχεδόν γκροτέσκου, ενός είδους ανθρώπου που άλλωστε μέσω του κωμικοτραγικού του χαρακτήρα μας θυμίζει πολύ το ιταλικό θέατρο και τις μασκαράτες. Ο Μποναβεντούρα περιγράφει μια κοινωνία που αλλάζει δραματικά καθώς οι πολιτικές συνθήκες αλλάζουν με την έλευση του Ναπολέοντα και τις ανακατατάξεις που συμβαίνουν γεωπολιτικά. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο όπου όλα είναι μετέωρα και οι άνθρωποι, αδύναμα και τρωτά όντα, επηρεάζονται δίχως άλλο.
Η παρουσία και οι περίπολοι του νυχτοφύλακα είναι ένας τρόπος έξυπνος να αφηγηθεί ο συγγραφέας αυτά που έχει κατά νου και να μην γίνει υποκείμενο λογοκρισίας καθώς περιπλανιέται στην πόλη. Είναι μια συνήθεια που ακολούθησε και ο Ντίκενς λίγα χρόνια αργότερα με τους νυχτερινούς περιπάτους του απόρροια της αϋπνίας που τον ταλαιπωρούσε. Έτσι κατόρθωσε να μάθει τι συμβαίνει στο πολύβουο Λονδίνο που τις νύχτες μετατρεπόταν σε άντρο ακολασίας και εγκληματικότητας σε τέτοιο βαθμό που οι συνθήκες αυτές τον επηρέασαν συγγραφικά. Ο Μποναβεντούρα επιτίθεται στην εκκλησία και στον ρόλο της που δεν βοηθά τον άνθρωπο να ανακάμψει αλλά μεριμνεί μονάχα για το πώς θα καταφέρει να προσελκύσει με φόβο πιστούς στις τάξεις της και να αυξήσει έτσι την περιουσία της. Η κοινωνία πνέει τα λοίσθια και ο συγγραφέας δεν σταματά στιγμή να βλέπει τα κακώς κείμενα.
Ο τρόπος αφήγησης των ιστοριών του από τις περιπόλους του έχει κάτι το ιδιαίτερα θεατρικό αλλά και ποιητικά φλεγματικό και τις καθιστά επεισόδια ξεχωριστά που μπορούν και προβληματίζουν τον θεατή/αναγνώστη. Δεν βρίσκεται μακριά από τα χαρακτικά και τα έργα του Γκόγια – ο Γκόγια έβλεπε όνειρα με μορφές σκοτεινές και τρομακτικές που στην πορεία μετέφερε στα χαρακτικά του – που μέσα στην εικονική ιλαρότητά τους είχαν και έναν χαρακτήρα μαύρου χιούμορ καθώς και μια σκοτεινή πλευρά που εναλλασσόταν με το φως που έμπαινε από τις χαραμάδες. Ο Ρέμπραντ στη δική του Νυχτερινή περιπολία, ίσως έναν από τους πιο εξέχοντες πίνακες του Ολλανδού ζωγράφου, μας βοηθά επίσης να διαβλέψουμε αυτή την εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι, σαν τα δύο αυτά να επικοινωνούν μεταξύ τους και να αλληλοσυμπληρώνονται, να αλληλοτροφοδοτούνται.
Ο ίδιος ο νυχτοφύλακας στην πρώτη νυχτερινή περίπολο αναφέρει χαρακτηριστικά σε μια προσπάθεια να μας παρουσιαστεί: “Βρέθηκα στο δρόμο σου σαν ένας σατιρικός Στέντορας και διακόπτω τα όνειρά σου περί αθανασίας όπως τα ονειρεύεσαι εκεί ψηλά στους ουρανούς, υπενθυμίζοντας σου εδώ, κάτω στη γη, το χρόνο και την παροδικότητα. Νυχτοφύλακες είμαστε βέβαια και οι δύο ͘ κρίμα μόνο που οι δικές σου νυχτερινές περίπολοι δεν σου αποφέρουν τίποτα δε αυτούς τους ψυχρούς και πεζούς καιρούς, ενώ οι δικές μου όλο και κάποιο κέρδος μου αφήνουν”. Μην ξεχνάμε πως η δράση του νυχτοφύλακα και η παρουσία του ενώπιόν των συνανθρώπων του θα μπορούσε να είναι και ένα σύνθημα για έξοδο από τον λήθαργο της στασιμότητας και μια ανάγκη για αναγέννηση των ηθών που βρίσκονται στο ναδίρ. Οι ιστορίες του Μποναβεντούρα έχουν το προνόμιο να είναι θελκτικές μα και αποτρόπαιες μαζί, διότι έτσι είναι ο κόσμος των ανθρώπων.
“Αυτόν το μήνα των απολαύσεων, μοναδικό ανάμεσα από τα υπόλοιπα χειμερινά και φθινοπωρινά φεγγάρια, τον πέρασα – στο φρενοκομείο”
“…ο μικροσκοπικός κόκκος σκόνης, στον οποίο εμφύσησα πνοή ζωής και τον αποκάλεσα Άνθρωπο με εξοργίζει συχνά με τη θεϊκή του σπίθα, πού βιάστηκα να του προσδώσω και πού τον τρέλανε”