Ανήσυχο πνεύμα και εμπνευσμένος στοχαστής, ο Πεσσόα μας παρουσιάζεται και πάλι μέσα από άλλον χαρακτήρα για να μας αφηγηθεί σε αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο του τα όσα τον απασχολούν μέσω του νέου του ήρωα. Δοσμένος σε έναν μεταφυσικό κόσμο, ο Αλβάρο Κοέλιο ντε Αταΐντε χαράζει τη δική του πορεία στη ζωή και θέτει τα όριά του γνωρίζοντας ήδη τη μοίρα του. Ο Πεσσόα, σε συνεχή πνευματική διέγερση και αναζήτηση απαντήσεων στις ερωτήσεις που θέτει συνεχώς, δεν παύει να παρατηρεί και να αφουγκράζεται την κοινωνία που αλλάζει προς το χειρότερο και να αρθρώνει λόγο. Ως ένα άλλο εγώ του ίδιου του συγγραφέα, ο πρωταγωνιστής αναστοχάζεται, διερωτάται, αγωνιά για το ίδιο του το έργο, για τη δημιουργία και τα χειρόγραφα θέτοντας εν συνόλω την στάση του σε διαρκή αμφιβολία. Με το βιβλίο της ανησυχίας να κρατά τα σκήπτρα και την πεμπτουσία της θεώρησης των πραγμάτων, ο Πεσσόα ανοίγει νέους διαδρόμους σκέψης και συλλογισμού.
Ένας συγγραφέας σε στοχαστικό οίστρο και ένας πρωταγωνιστής καθρέφτης του συγγραφέα
Μορφή της πορτογαλικής διανόησης, ο Πεσσόα, όπως άλλωστε γράφει και η Μαρία Παπαδήμα, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έχει κατορθώσει να μεταφράσει σχεδόν το σύνολο του έργου του και να επιμεληθεί τις εκδόσεις με αριστοτεχνικό τρόπο, «δεν απηχούσε τις συμβάσεις και τους κανόνες της εποχής του». Πάντα ευαίσθητος αλλά και δημιουργικός θα σχεδιάσει την επαγγελματική ζωή του σε διάλογο με την συγγραφή κειμένων που τον απελευθερώνουν και τον ξεκουράζουν γιατί εκεί βρίσκει την πραγματική του ταυτότητα. Ακριβώς όπως και ο Καβάφης, με τον οποίο είχαν αναπτύξει αλληλογραφία και σχέση φιλική και πέθαναν σχεδόν την ίδια περίοδο, θα εκδηλώσει τον ρομαντισμό του και τις πνευματικές του ανησυχίες μέσω ηρώων όπως ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Μπερνάντο Σοάρες ή ο Αλβάρο Κοέλιο ντε Αταΐντε με τους οποίους θα ταυτιστεί γιατί στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος και ο αυτός. Στους ήρωές του και στα λεγόμενά τους, θα χρησιμοποιήσει εκτός από τις εσωτερικές του εξάρσεις και τον ποιητικό πυρετό που τον διακατέχει,
Ο Πεσσόα είναι μαθημένος να εφευρίσκει και να λειτουργεί λογοτεχνικά υπό το πρίσμα διαφορετικών χαρακτήρων και πρωταγωνιστών με διαφορετικά ονόματα. Στα ποιήματά του, όπως όμως και στα διηγήματά του, θα χτίσει πολλαπλά είδωλά του και θα φωτίσει έναν καθρέφτη της προσωπικής του μάχης να λύσει γρίφους και αινίγματα, να καταθέσει τη δική του αλήθεια. Θέτει ερωτήματα και αναζητά απαντήσεις πασχίζοντας και φιλοσοφώντας διαρκώς και δίχως καμία παύση, από την πρώτη έως και την τελευταία γραμμή, σαν έναν μαραθωνομάχο της γραφής που δεν κουράζεται να γράφει. Σαν τον Έφηβο του Ντοστογιέφσκι, πορεύεται με θέληση και πάθος για ανακαλύψεις, όπως έκαναν και οι συμπατριώτες του θαλασσοπόροι των προηγούμενων αιώνων. Το χειρόγραφο αυτό βρίθει ποικίλων νοημάτων και ουσιαστικών συλλογισμών, κάτι που θέτει και τον ίδιο τον αναγνώστη σε προβληματισμό.
Ο Πεσσόα, με εμφανείς αναφορές στους απαισιόδοξους ποιητές, τους οποίους και αναφέρει διεξοδικά, προσπαθεί να αυτοαναλυθεί και να αναλύσει τα συμβάντα, τις θεωρίες και τις πράξεις για να αντλήσει συμπεράσματα. Πρόκειται εδώ για έναν ήρωα του Πεσσόα που μοιάζει να έχει ήδη καταβαραθρωθεί και να στέκεται στην άκρη του γκρεμού έχοντας για μοναδική του έγνοια το πότε θα πέσει να κατακρημνιστεί. Έχει ήδη αποφασιστεί η τροχιά της μη ζωής που πια δεν έχει κάτι να εμφυσήσει, είναι ένα τέλμα και ένα αδιέξοδο δίχως επιστροφή. Η Μαρία Παπαδήμα στον πρόλογό της αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο Βαρόνος ντε Τέιβε, με το βλέμμα στραμμένο αποκλειστικά σχεδόν στο δικό του δράμα, στους δικούς του λόγους και τις δικές του κακοτυχίες, ξέχασε τη ζωή. Πολύ απλά και καθαρά, δεν ήταν σε θέση πλέον να την εκτιμήσει”.
Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται μπροστά σε ένα προδιαγεγραμμένο τέλος, στη διαπίστωση πως τίποτε πια δεν έχει αξία και αναμετριέται με τις σκοτεινές του σκέψεις σαν να έχει ήδη μεταβεί στο επέκεινα, σαν να μην υπάρχει. Αρνείται να δει το φως στην άκρη του τούνελ και βυθίζεται όλο και περισσότερο στον Άδη όπου και είναι ο τελικός του προορισμός. Ο τρόπος σκέψης που καταθέτει είναι μοιρολατρικός, είναι εμφανώς καταθλιπτικός, είναι όμως και σαφώς φιλοσοφικός, κάτι που είναι από μόνο του θελκτικό. Ο ίδιος ξεδιπλώνει τη σκέψη του με τα παρακάτω δραματικά λόγια: “Με κατέλαβε ξαφνικά μια έντονη επιθυμία εσωτερικής παραίτησης, αυστηρού και έσχατου εγκλεισμού, αποστροφής για το τι είχα τόσες επιθυμίες, τόσες ελπίδες, τόση εξωτερική ευκολία να τις πραγματοποιήσω, και τόση ενδόμυχη αδυναμία να μπορώ να τις θελήσω. Από τη γλυκιά και θλιβερή αυτή στιγμή χρονολογείται η απαρχή της αυτοκτονίας μου”.
Είναι τόσο δελεαστικό και συνάμα γοητευτικό να γνωρίζεις το τέλος και να μετράς τα βήματά σου και το πνεύμα σου λίγο πριν δώσεις το οριστικό τέλος στη ζωή σου που για σένα δεν αξίζει πια. Τί άραγε έχει στο μυαλό του ένας άνθρωπος που έχει ήδη κλείσει τις θύρες της παραμονής του σε αυτόν το μάταιο κόσμο και τί είναι εκείνο το κίνητρο που τον οδηγεί να εκτελέσει την εσωτερική εντολή μόνος πια με την συνείδησή του στο απόλυτο κενό; Θα μπορούσε κάποιος να τον τραβήξει έστω και στο έσχατο στάδιο για να τον σώσει έχοντας κατά νου πως ο αυτόχειρας ποτέ σχεδόν δεν μοιράζεται κάτι ανάλογο με τον περίγυρό του;
“Αξίζει πιο πολύ να ονειρεύεσαι από το να είσαι. Είναι τόσο εύκολο να βλέπεις να επιτυγχάνονται τα πάντα μες στο όνειρο!”
“Απόμειναν οι μικρές συγκινήσεις. Ένα αεράκι σε ένα ήρεμο μέρος της εξοχής μοιάζει να μου αναστατώνει την ψυχή”