Διαβάζω για να ζω μας έλεγε κάποτε ο κύριος Μαντάμ Μποβαρύ, δηλαδή ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, έχοντας κατανοήσει πλήρως την ανάγκη για τον ίδιο της ανάγνωσης καλών και άξιων βιβλίων. Αυτή η εποχή του ρομαντισμού, του ρεαλισμού και κάθε σοβαρού -ισμού έχει περάσει ανεπιστρεπτί και παλεύουμε να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί αν πραγματικά μπορεί να σωθεί. Η αποστολή του βιβλιοθηκάριου του Ορτέγκα Υ Γκασσέτ, αυτό το σπουδαίο έργο αυτού του σπουδαίου λογοτέχνη και στοχαστή μπορεί ως βιβλίο να έρχεται από το παρελθόν μα είναι ζωντανό στο παρόν. Στην εποχή όπου όλα έχουν σαρωθεί από το μικρόβιο της τεχνολογίας και στα βαγόνια του μετρό βλέπεις όλο και λιγότερους να διαβάζουν και μάλιστα βιβλία αξιόλογα, καθένας που προσπαθεί να σώσει το μέλλον της ανάγνωσης και δη σοβαρών βιβλίων μοιάζει με ήρωα και με ιεραπόστολο.
Ο βιβλιοθηκάριος, ένας αέναος και αιώνιος υπερπολύτιμος ζωντανός οργανισμός
Ο συγγραφέας, με θάρρος και τόλμη, ήδη εν έτει 1935, αναφέρεται στην πληθώρα των επιστημονικών κυρίως βιβλίων που αρχίζουν να κατακλύζουν την τότε αγορά και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με όσα γνώριζε κατά το παρελθόν τόσο εκείνος όσο και η ανθρωπότητα. Και ο συγγραφέας δεν φανταζόταν καν το σημερινό πλαίσιο ανοησίας με βιβλία που εκδίδονται χωρίς κανέναν λόγο απλά και μόνο γιατί κάποιος αποφάσισε να αυτοανακηρυχθεί συγγραφέας. Βιβλία σαν την Μαντάμ Μποβαρύ, την Ευγενία Γκραντέ, τον Δον Κιχώτη και τόσα άλλα μοιάζουν ήδη απαρχαιωμένα και επιβεβαιώνουν την τόσο δηκτική μα πλήρως διαχρονική ρήση του Μαρκ Τουέιν που έλεγε πως κλασσικό είναι ένα βιβλίο που όλοι το επαινούν μα κανείς δεν το διαβάζει.
Ο βιβλιοθηκάριος της προ ανακάλυψης της τυπογραφίας περιόδου, δηλαδή της αρχαιότητας και του μεσαίωνα ήταν ένας αναγκαίος εργάτης της γνώσης, ένας χρήσιμος και πολύτιμος άνθρωπος που είχε επωμιστεί την ταξινόμηση των γραπτών ώστε οι μελετητές να μπορέσουν να αναζητήσουν αυτό που επιθυμούσαν. Ο βιβλιοθηκάριος της Αναγέννησης μα και αργότερα τουλάχιστον έως την περίοδο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, ήταν επίσης ένας κινητήριος μοχλός, ένας πρωταρχικός παράγοντας που με το σπουδαίο έργο του προσέφερε στους σκαπανείς της γνώσης κάθε βοήθεια. Ο ρόλος της βιβλιοθήκης και του βιβλιοθηκάριου είναι μια ιερή αποστολή, μια προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και καμία οθόνη ή άλλο εργαλείο δεν θα μπορέσει ποτέ να την αντικαταστήσει. Και αυτό γιατί τα βιβλία είναι ενεργά κειμήλια γνώσης και όχι απολιθωμένα και μουσειακά στοιχεία όπως έχουν καταντήσει σήμερα.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, μέσα από το πόνημα αυτό θέτει ερωτήματα και απορίες και αντλεί συμπεράσματα προσπαθώντας να τα απαντήσει ενώ μοιάζει να χάνει τις ελπίδες του για καλύτερες μέρες. Στοχάζεται όμως και περί του ίδιου του ανθρώπου και της ύπαρξής του, για το γεγονός δηλαδή πως αντί να μελετά για να ζήσει, ο άνθρωπος θα πρέπει στο εξής, να ζει για να μελετά, αυτό δηλαδή που ισχυριζόταν και ο Φλωμπέρ εκατό χρόνια πριν. Το βιβλίο, ειδικά από το 1850 και μετά, δεν είναι πια ένα πνευματικό αγαθό μα καταντάει σιγά σιγά σε ένα προϊόν καταναλωτικό για να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπου που ολοένα και αλλάζουν. Η κοινωνία αλλάζει και το βιβλίο παρασύρεται και αυτό σε διαφορετικές ατραπούς, εκεί που η γνώση δηλαδή χάνει με ταχύτητα την αρχική της αποστολή, εκεί όπου ο βιβλιοθηκάριος αρχίζει να γίνεται διακοσμητικός. Κανείς δεν γνωρίζει αν αυτό το επάγγελμα θα υπάρχει στο μέλλον ή θα χαθεί στη δίνη των καιρών μαζί με άλλα ξεχασμένα επαγγέλματα του παρελθόντος.
Ο Ορτέγκα Υ Γκασσέτ – η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στη Δήμητρα Παπαβασιλείου – είναι σαφής και πραγματιστής όταν γράφει τα παρακάτω: “…όχι μόνο υπάρχουν πια υπερβολικά πολλά βιβλία, αλλά, επιπλέον, συνεχίζουν να παράγονται εν χειμαρρώδη αφθονία. Πολλά από αυτά είναι άχρηστα ή ανόητα, με την παρουσία και τη διατήρησή τους να αποτελούν ένα πρόσθετο βάρος για την ανθρωπότητα, η οποία λυγίζει ήδη κάτω από τα υπόλοιπα, πλείστα όσα φορτία της”. Και αν αυτό το απόσπασμα το αναγάγουμε στο σήμερα με το περιβάλλον να χαροπαλεύει, η χρήση τόσου χαρτιού για το τίποτα είναι πραγματικά μια συνθήκη τραγική που κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να σταματήσει. Εκδόσεις δίχως σήμερα και αύριο απευθύνονται σε ένα κοινό που αγοράζει βιβλία σαν να αγόραζε κάτι δευτερεύον που δεν έχει και τόση σημασία, με μια ανάγνωση που δεν έχει τίποτα να προσφέρει και δεν οδηγεί πουθενά.
Έχει δίκιο ο εκδότης Δημήτρης Μαρκόπουλος όταν γράφει στο επίμετρο της έκδοσης πως η συγγραφή έχει σταδιακά απολέσει σχεδόν κάθε χαρακτήρα “αριστοκρατικότητας”. Σε κάθε περίπτωση, δεν νοείται ένα μέλλον δίχως γραφή, δίχως βιβλία, τα οποία ήρθαν στην πορεία χάρη στην τυπογραφία, δεν μπορεί κάποιος να φανταστεί την οριστική κατάργηση του εντύπου που μετρά τόσους και τόσους αιώνες ιστορίας λόγω της επέλασης της τεχνολογίας που επιθυμεί όλα να τα σαρώσει. Το ποσοστό αναγνωσιμότητας έχει μειωθεί δραματικά ενώ η παραγωγή βιβλίων αυξάνει. Εκείνο όμως που είναι δραματικά επείγον είναι η αντίσταση στην οθόνη, είναι η επιστροφή με κάποιο τρόπο στα χειρόγραφα γράμματα και τις επιστολές, στη γραφή με το χέρι γιατί σε λίγα χρόνια ο κόσμος θα ξεχάσει να γράφει, δεν θα θυμάται την ορθογραφία ή θα γράφει σε μια άγνωστη γλώσσα σακατεμένη από την παγκοσμιοποίηση.
”Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι υπερβολικά πλούσιος: Όταν του προσφέρεται αφθονία ευκολιών και δυνατοτήτων για να διαλέξει, ναυαγεί εντός τους και, εξαιτίας των πολλαπλών επιλογών, που έχουν τον χαρακτήρα του εύκολα πραγματοποιήσιμου, χάνει την αίσθηση του αναγκαίου”