Θάνατος, μια λέξη και μια έννοια τόσο απλή μα τόσο περίπλοκη, ένας όρος που τρομάζει, ένα τέλος που λίγοι επιθυμούν να εντάξουν στον λόγο τους και ακόμα λιγότεροι εύχονται να τους συμβεί. Τελικά είναι ο θάνατος το τέλος της ζωής και η αρχή μιας άλλης ή μήπως ένας άγνωστος Χ τον οποίο ουδείς μπορεί να ερμηνεύσει για αυτό και τον απωθεί όπως ο διάβολος το λιβάνι; Στην αρχαιότητα, ο Θάνατος υπήρξε μαζί με τον Ύπνο ένα δίδυμο ισχυρών θεών, αυτοί οι δύο δεινοί θεοί που ήλιος δεν τους έβλεπε μετέφεραν μαζί το σώμα ενός νεκρού πολεμιστή στον Κάτω κόσμο του Άδη. Ο Θάνατος πολλές φορές λατρευόταν για τον ρόλο του ως ησυχαστή του πόνου και ως ενός λυτρωτή στα βάσανα του ανθρώπου, κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση γίνεται μια μορφή μαυροφορεμένη που κλέβει τις ζωές των ανθρώπων και οδηγεί τους επιζήσαντες σε μια αιώνια θλίψη και αναπαρίσταται με δρεπάνι.
Ο θάνατος της μητέρας γεφυρώνει το παρελθόν και το παρόν της κόρης Σιμόν ντε Μποβουάρ
Είναι πολλοί οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες και τόσοι άλλοι δημιουργοί που είδαν στον θάνατο ως έννοια μια πηγή έμπνευσης για να ξορκίσουν ίσως το κακό που προκαλεί στην πλάση. Ειδικά σε περιόδους πολέμων, εκεί όπου οι νεκροί αποτελούσαν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, ο θάνατος υπήρξε κάτι εντελώς αποκρουστικό και οι όποιες φιλοσοφικές συζητήσεις περί της αποστολής του προκαλούσαν τρόμο και δέος. Ο θάνατος που σπέρνει τη δυστυχία και την θλίψη είναι σήμερα μια έννοια σαφώς αποκρουστική, ωστόσο δεν έχει σταματήσει η προσπάθεια στοχασμού για το τι ακολουθεί μετά την έλευσή του. Το αυτοβιογραφικό αυτό έργο της Σιμόν ντε Μποβουάρ, αυτή η τόσο συγκλονιστική μαρτυρία για τον θάνατο της μητέρας της, αποτελεί μια ιερή στιγμή για την συγγραφέα και ένα τολμηρό εγχείρημα να αναμετρηθεί και η ίδια με τον θάνατο που θα βίωνε και εκείνη πολλά χρόνια αργότερα.
Το βιβλίο είναι μια βαθιά εξομολόγηση μα και ένας χείμαρρος συναισθημάτων, σκέψεων και αγωνιών μιας γυναίκας αγωνίστριας που ήρθε από νωρίς αντιμέτωπη με θανάτους οικείων προσώπων της. Θαρραλέα, εμπνευσμένη και με κινητήριο μοχλό την στοχαστική ορμή που την χαρακτήριζε ήδη από νωρίς – διαβάζουμε στο βιογραφικό της πως ήδη δίδασκε φιλοσοφία από πολύ μικρή ηλικία – οδηγείται με αφορμή το συμβάν αυτό, την απώλεια δηλαδή της μητέρας της, να καταγράψει και να καταθέσει όσα έζησε. Ο λόγος της είναι πραγματικά αφοπλιστικός, ποιητικά στενάχωρος αλλά τόσο αληθινός που προκαλεί συγκίνηση και ρίγος διότι πραγματεύεται ένα γεγονός δυστυχώς οικείο, ένα γεγονός σκληρό μα ανθρώπινο γιατί ο θάνατος είναι μέρος του κύκλου της ανθρώπινης φύσης και κανείς δεν ξεφεύγει από τα δίχτυα του.
Η μητέρα Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ γίνεται το αντικείμενο και το υποκείμενο μέσα από το οποίο η Σιμόν θα αφουγκραστεί τη δική της ζωή, θα προσπαθήσει να απαντήσει σε ερωτήματα μέχρι τώρα αναπάντητα, θα δοκιμάσει να επουλώσει τις πληγές της εφηβείας της, να κατανοήσει την θέση της στον κόσμο ύστερα από την απώλεια της μητέρας της για την οποία έτρεφε ανάμεικτα συναισθήματα. Μάλλον θα μπορούσε να είναι το βιβλίο, το οποίο όλοι θα επιθυμούσαμε να γράψουμε κάποια στιγμή αλλά δεν τολμούμε γιατί και μόνο η σκέψη της φυγής ενός τόσο αγαπημένου προσώπου μας είναι επώδυνη. Ο Βίκτωρ Ουγκό είχε πει κάποτε πως επειδή ο Θεός δεν μπορεί να είναι πανταχού παρών για αυτό εφηύρε την έννοια της μητέρας. Γιατί η μητέρα είναι συμπονετική, υπομονετική, τρυφερή, πονετική και τόσα άλλα επίθετα που ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ μας αφηγείται λεπτομερώς όλες τις στιγμές από την στιγμή που έγινε γνωστό στην ίδια πως η μητέρα της πάσχει από μια αρρώστια, η οποία όπως αποκαλύφθηκε είναι κακοήθης καρκίνος που δύσκολα γιατρεύεται γιατί ήδη ξεκινήσει τις μεταστάσεις στον οργανισμό. Τότε είναι που ξεκινά ο Γολγοθάς της μητέρας της που πονά και υποφέρει, αγκομαχά και παραλύει μπροστά στο τέρας που την αρχίζει να την κατατρώει όπως ο Κρόνος τα παιδιά του. Η όψη της μητέρας της αλλάζει κάθε μέρα και η οδύνη είναι ένα επιεικές συναίσθημα για να περιγράψει τα συναισθήματα που την κατακλύζουν. Παράλληλα όμως, ξεκινά και ένα ταξίδι στο παρελθόν για να το αναμοχλεύσει και να θυμηθεί τις σχέσεις με τον πατέρα της, την στενάχωρη και μίζερη ζωή που βίωνε η μητέρα της κοντά του όταν εκείνος πήγαινε με άλλες γυναίκες και εκείνη το γνώριζε.
Η Σιμόν θαύμαζε τη μητέρα της για την υπομονετικότητά της, για το θάρρος και την γενναιότητα που επιδείκνυε καθ’ όλη αυτήν την πρωτοφανή δοκιμασία, κάθε λεπτό και κάθε στιγμή κοντά της μέχρι τον στερνό χαιρετισμό ήταν πολύτιμοι για εκείνην. Την παρατηρούσε, της μιλούσε, την παρηγορούσε μα έμοιαζε η μητέρα της να βγαίνει δυνατή από αυτή τη μάχη σαν να ήξερε τι επρόκειτο να της συμβεί. Λύγιζε σαν την έβλεπε να εξαϋλώνεται και να μην μπορεί να κινηθεί και υπέφερε μαζί της. Οι περιγραφές της Σιμόν είναι σπαρακτικές και τόσο φορτισμένες όταν αναφέρει: “Καθώς οι γοφοί της ήταν κατεστραμμένοι λόγω της αρθρίτιδας, το δεξί της χέρι μισοπαράλυτο και το αριστερό σφιγμένο με τον ορό, δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση”. Το κείμενο της Μποβουάρ είναι ένας φόρος τιμής σε όλες τις μητέρες του κόσμου που με πόνο ψυχής αφήνουν το απέραντο κενό και επιβάτες στο λεωφορείο χωρίς επιστροφή βλέπουν την στάση να απομακρύνεται.
“{…} Η γύμνια της είχε πάψει να μ’ ενοχλεί, δεν ήταν πια η μάνα μου, μα ένα άτυχο, ταλαιπωρημένο κορμί…”
“{…} Τώρα πια η καρδιά της ήταν τελείως μουδιασμένη, καθώς η κόπωσή της είχε σβήσει τα πάντα…”