Ο εκκεντρικός και ευφυέστατος Σαλβαντόρ Νταλί συνήθιζε να λέει πως η διαφορά ανάμεσα σε έναν τρελό και σε μένα είναι πως εγώ δεν είμαι καθόλου τρελός για να σαρκάσει την έννοια της τρέλας και την παρανόηση του κόσμου. Στην τρέλα αυτή αναφέρεται η συγγραφέας μέσα από αληθινά γεγονότα και συναντήσεις με ασθενείς του περιπτέρου 4β ενός ψυχιατρείου. Το σύμπαν της Σορμάν, η οποία τιμήθηκε με βραβείο για αυτό το βιβλίο, είναι οι ασθενείς και οι νοσοκόμοι του ψυχιατρείου που περιγράφουν στιγμές, εντάσεις, εικόνες και πρόσωπα. Πρόκειται για μαρτυρίες που συγκινούν, συγκλονίζουν και δημιουργούν ποικίλα συναισθήματα για τον τρόπο που ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζονται κάποιοι ασθενείς. Η απομόνωση των ασθενών είναι ακόμα και σήμερα πρακτική που μάλλον κακό κάνει παρά καλό και δεν θεραπεύει την πληγωμένη τους ψυχή αλλά χειροτερεύει τα εσωτερικά τους τραύματα.
Μιλώντας για την τρέλα ως ζήτημα σημαντικό και επίκαιρο σε έναν κόσμο ασταθή
Η Σορμάν καταφέρνει να μας συναρπάσει με τον τρόπο που καταγράφει τα όσα η ίδια έζησε επισκεπτόμενη το ψυχιατρείο και έχοντας συνομιλήσει με ασθενείς, νοσοκόμους και γιατρούς, έχοντας κατόπιν περιγράψει τις πολύ προσωπικές στιγμές, τις εξάρσεις, τις αντιδράσεις, την συναισθηματική φόρτιση των ανθρώπων που πασχίζουν να επιβιώσουν σε ένα τέτοιο μέρος υπό αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες. Η συγγραφέας μας μυεί στον κόσμο αυτόν, σε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος, που περιγράφει στο μυθιστόρημα, υποφέρει έτσι όπως ακριβώς υπέφερε ο ίδιος ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Τέτοιο Γολγοθά, τέτοια ανηφόρα καλείται να ανέβει μήπως και κατά τύχη δει ένα κεράκι αναμμένο που θα φωτίσει την πελεκημένη του ψυχή. Μία ψυχή που μέσα στην αρρώστια και στον φιλάσθενο ψυχισμό του αναζητά στηρίγματα, δρόμους εναλλακτικούς για να κατευνάσει την πάλη με το εγώ του.
Η τρέλα και τα παραλειπόμενά της έχουν γίνει ουκ ολίγες φορές αντικείμενο και θέμα για διάφορους συγγραφείς ξεκινώντας από τον Τσέχωφ, τον Γκάρσιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Αρτώ, την Γουλφ, τον Πόε ακόμα και τον Λαβκραφτ στα δικά του Βουνά της τρέλας, είναι μια μάστιγα πια της κοινωνίας και όλο και περισσότεροι θα ασχολούνται. Είναι συγγραφείς που αγγίζουν το θέμα εις βάθος και αναδεικνύουν την πραγματικότητα όσο σκληρή και αν είναι. Βασιζόμενοι πολλοί συγγραφείς στη δική τους τρέλα και στη προσπάθεια φυγής τους από το γήινο και μάταιο προς κάτι εντελώς διαφορετικό ξετυλίγουν όλα αυτά που συναντούμε στη Σορμάν σε μια άλλη μορφή. Οι πρωταγωνιστές της Σορμάν και ειδικά οι ασθενείς για τους οποίους γίνεται κυρίως λόγος είναι άνθρωποι με βαριά ψυχικά τραύματα που ζητούν προσοχή και αλληλεγγύη, όχι οίκτο.
Οι περισσότεροι από αυτούς είναι φαντάσματα του ίδιου τους του εαυτού, είναι σκιές της ύπαρξής τους, είναι ανδρείκελα σε αποσύνθεση, είδωλα μέσα από τα οποία ο καθένας και η καθεμία βλέπει την δική του κατάσταση, είναι φύλλα που κινούνται ανάμεσα στην φθορά και την αφθαρσία, το στέρεο και το ασταθές, είναι άνθρωποι σε παραλήρημα που πολλές φορές το θέτουν σε εφαρμογή ακούσια για να σωθούν από τις παλινδρομήσεις της ανισορροπίας που τους διακατέχουν. Συμπεριφέρονται αλλόκοτα γιατί είναι εκτός πραγματικής πραγματικότητας, είναι κάποιοι άλλοι απόρροια και της χρήσης φαρμάκων που τους χορηγούνται για να τους ηρεμήσουν. Φοβούνται για τη ζωή τους αλλά πιο πολύ φοβούνται για τις ζωές των άλλων, τρομάζουν μπροστά στην ιδέα της παρουσίας των γύρω τους, είναι φαντάσματα που εκλιπαρούν για σωτηρία που κανένας όμως δεν μπορεί να τους την προσφέρει.
“Τι πιο δύσκολο από την καθημερινότητα όταν έχεις εκτροχιαστεί, όταν είσαι αυτός ο θλιμμένος ψηλός άντρας που παραμελεί τον εαυτό του, που παραπονιέται για πονόδοντους χωρίς εμφανή λόγο, που λέει πως υποφέρει από μια ανίατη ασθένεια, πως δεν μπορεί πια να περπατήσει ούτε να μιλήσει ενώ πηγαινοέρχεται στους διαδρόμους, με το χέρι μονίμως πάνω στη γνάθο του, τρίβοντας τα δόντια και τα ούλα του, που επαναλαμβάνει πως σύντομα δεν θα έχει πια κεφάλι, ούτε στόμα, ούτε καν βλέμμα, πως τα σωθικά του έχουν γίνει πέτρα, πως δεν θέλει πια να τρώει, που ουρλιάζει απ’ το τηλέφωνο στη σύζυγό του ότι είναι σχεδόν πεθαμένος, στο τερματικό στάδιο του κώματος, κι έπειτα ξαπλώνει σε εμβρυϊκή στάση και περιμένει το τέλος”. Αυτό το απόσπασμα είναι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που μας αφηγείται η Σορμάν με δραματικό τρόπο για να καταδείξει πως η διαχείριση της τρέλας οφείλει να είναι εξαιρετικά λεπτή.
Η Σορμάν διεισδύει στο κέντρο των εξελίξεων του ψυχιατρείου, εκεί όπου οι άνθρωποι ζητούν το απολύτως φυσιολογικό και απλό, πλην όμως όχι αυτονόητο. Ζητούν με μανία και αγωνία κάποιον να τους ακούσει, να τους αφουγκραστεί, να μοιραστούν μαζί του το πρόβλημά τους και ας είναι αυτό παράλογο και πολλές φορές μεταφυσικό. Και εκτός αυτού ζητούν και κάτι εξίσου απλό, να τους φερθούν με συμπόνια και όχι οίκτο, να τους δώσουν μια αγκαλιά που θα απορροφήσει όλη την κακή ενέργεια, να τους χαρίσουν λίγα λόγια στήριξης, όχι προσποιητά μα αληθινά και ουσιώδη, να νιώσουν πως έχουν κάποιον δίπλα τους να τους καταλάβει, να τους πιάσει το χέρι, να μην νιώθουν άλλο πια μόνοι, στην απομόνωση, εκεί που η σιωπή και η βουβαμάρα μπορεί να τους σκοτώσει πριν την ώρα τους.
“…το παραλήρημα είναι κάτι σαν οχύρωμα του ατόμου ενάντια στην ίδια του την κατάρρευση. Όταν το έδαφος υποχωρεί, οι φωνές σχηματίζουν μια αντιστήριξη, ενδεχομένως ασταθή, που όμως, εκείνη τη στιγμή, αποτρέπει τη μοιραία πτώση”
“Οι λέξεις είναι μερικές φορές σαν τα κορμιά, υπό περιορισμό, και η σημασία τους εξασθενεί ανάλογα με την εποχή, η συμπτωματολογία εξελίσσεται”