Με βαθιά προσήλωση στην άστατη ανθρώπινη φύση και στον τρωτό χαρακτήρα των ανθρώπων, η Νομπελίστρια συγγραφέας Γκράτσια Ντελέντα γράφει ένα εμβληματικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην αλήθεια των ανθρώπων, των απλών ανθρώπων. Η ιταλική ζωγραφική του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου παρουσιάζει τοπία και εικόνες όμοια με αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο. Για παράδειγμα, ο περίφημος Τζιοβάνι Φατόρι στους πίνακές του αναπαριστά ανθρώπους της υπαίθρου με τα ζώα τους σε καθημερινές ασχολίες, ανθρώπους φτωχούς σαν της Σαρδηνίας, εκείνους δηλαδή στους οποίους αναφέρεται η Ντελέντα. Ο πρωταγωνιστής Ανανία, φεύγει για να σπουδάσει μα η περίπτωσή του δεν είναι ο κανόνας, είναι η εξαίρεση καθώς η φυγή από την γενέτειρα δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.
Η διαχρονική ματιά της Ντελέντα στα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων
Όσοι αιώνες, δεκαετίες και χρόνια και να περάσουν οι άνθρωποι δεν αλλάζουν και διαπράττουν τα ίδια σφάλματα με τέτοιο επαναληπτικό τρόπο που δείχνει πως τίποτε δεν έμαθαν από το παρελθόν. Πάθη, έρωτες, αδυναμίες, συναισθηματικές εξάρσεις και αλλόκοτες συμπεριφορές είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης που άλλες φορές δέχεται καταστάσεις και άλλες φορές εντελώς απρόβλεπτα επαναστατεί. Με λίγα λόγια, όλα είναι εύθραυστα και αυτήν την ευαλωτότητα αναδεικνύει εκτός των άλλων θεμάτων η Ντελέντα. Η γραφή της και η αφήγησή της οδηγούν τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τη μοίρα του ήρωά της και των ηρώων της γενικότερα και να παρακολουθήσει το μονοπάτι του έρωτά του και της αγάπης του Ανανία για την Μαργαρίτα. Η τοπική διάλεκτος, οι περίεργες λέξεις και αυτή η ντοπιολαλιά της Μεσογείου είναι ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που σημαδεύει αναμφίβολα την αφήγηση.
Ο κόσμος της Ντελέντα δεν είναι ένας κόσμος αριστοκρατών και πλουσίων που αρέσκονται σε φιλοφρονήσεις και σε βραδιές με κλασσική μουσική, είναι ένας κόσμος βαθιά πονεμένος από την σκληρότητα της ζωής και της ανέχειας μα ένας κόσμος έντιμος και διάφανος. Δεν παύει ωστόσο να είναι και άνθρωποι που αγαπούν και ερωτεύονται σαν όλους τους άλλους, με δεύτερες σκέψεις και με αμφιβολίες που ταλανίζουν το μυαλό. Σαν η λογική αφαιρεθεί και επικρατήσει το συναίσθημα, οι άνθρωποι είναι ικανοί για όλα. Εδώ όμως παίζεται ένα συγκεκριμένο οικογενειακό δράμα, ο Ανανία δεν μεγάλωσε ποτέ πλάι στη μητέρα του, της οποίας το πρόσωπο και την παρουσία αγνοεί μετά την φυγή της όταν ήταν μικρός και μεγάλωσε έτσι πλάι σε θεία και νονά, μια σκληρή πραγματικότητα για ένα μικρό παιδί στο οποίο λείπει η μητέρα του.
Σαν αρχαία τραγωδία και σαν δράμα του Σαίξπηρ, στον οποίο άλλωστε γίνεται συχνά λόγος, ο Ανανία θα μεγαλώσει μέσα σε αυτό το πλαίσιο της απουσίας με την θύμησή της ίσως και με τα λόγια για εκείνη που του εξασφάλιζαν μια κάποια ηρεμία. Εντός αυτών των συνθηκών θα μεγαλώσει, θα ζήσει δύσκολα παιδικά χρόνια και την εφηβεία του ενώ κάποια στιγμή θα γευτεί την γνωριμία της Μαργαρίτας που προέρχεται από μια άλλη τάξη, θα την αγαπήσει βαθιά. Η αγάπη όμως και ο έρωτας δεν λογαριάζουν τάξεις και καταγωγές, ο έρωτας σαν άτι εφορμά και κατακτά καρδιές χωρίς να ρωτήσει την άδεια κανενός ͘ για αυτό άλλωστε και αποκαλείται φτερωτός και έχων βέλη που κατευθύνονται προς πάσα κατεύθυνση. Και όμως η ζωή έχει τα δικά της σχέδια.
Το τρίπτυχο Ανανία, Μαργαρίτα και μητέρα Ανανία, όμοιο με αναγεννησιακό ζωγραφικό χριστιανικό τρίπτυχο, είναι η βασική οδός μέσω της οποίας ο αναγνώστης μυείται στην ιστορία. Από ανατροπή σε ανατροπή οδηγείται το ταραγμένο πλοίο του έρωτα του Ανανία για τη Μαργαρίτα με την έλευση της παρουσίας της μητέρας του ύστερα από τόσα χρόνια. Ο ίδιος έχοντας φύγει για σπουδές συνομιλεί με την αγαπημένη του μέσω γραμμάτων και ορίζουν πια και οι δύο την τύχη τους σε μια κοινή ζωή που προδιαγράφεται ευοίωνη έπειτα και από την συναίνεση των γονιών της στην ένωσή τους με τα δεσμά του γάμου. Ο Ανανία είναι μια τραγική μορφή, έτσι δηλαδή όπως αποφασίζει η Ντελέντα να μας τον παρουσιάσει, καθώς βρίσκεται ενώπιον ενός αδυσώπητου διλήμματος του οποίου την απόφαση έχει ήδη λάβει.
Η Ντελέντα μας δίνει το στίγμα της συναισθηματικής φόρτισης του Ανανία και μας προσκαλεί να τον σκιαγραφήσουμε μπροστά στην αγωνία και τον εσωτερικό πόνο που περνάει: “Ενώ αναρωτιόταν πώς να ήταν ο κόσμος, στον οποίο είχε κιόλας εισβάλει με τη σκέψη, έπρεπε ν’ αρχίσει ν’ αποχαιρετά σιγά σιγά, μέρα την ημέρα, τον ταπεινό και θλιβερό κόσμο στον οποίο είχε περάσει την άχρωμη παιδική του ηλικία, που την είχε σκοτεινιάσει μονάχα ο πόνος της εγκατάλειψης απ’ τη μητέρα του και την είχε φωτίσει μονάχα ο φανταστικός του έρωτας για τη Μαργκερίτα”. Η φυγή του από το χωριό είναι βάλσαμο για να μπορέσει και πάλι να σταθεί στα πόδια του και να ξεχάσει ωστόσο η επιστροφή του είναι αντίθετη από αυτή του Οδυσσέα. Είναι μια επιστροφή καταπέλτης για όλα αυτά, τα οποία είχε σχεδιάσει στο μυαλό του να συμβούν.
Η Ντελέντα, με το διεισδυτικό τρόπο που τη διακρίνει, στέκεται στο πλάι των ανθρώπων τους οποίους παρατηρεί και όπως ο Μοντιλιάνι, έτσι και εκείνη δημιουργεί προσωπογραφίες που αποτυπώνουν την εύθραυστη ύπαρξή τους και τις ανησυχίες τους. Με σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο, προχωρά στην αποδόμησή τους και μας τους παρουσιάζει γυμνούς για να τους ντύσουμε εμείς ως αναγνώστες με τα συμπεράσματά μας για τις κινήσεις τους, τις πράξεις τους ή ενδεχομένως τις παραλείψεις τους. Οι επιλογές των ηρώων της είναι συνυφασμένες με τον χαρακτήρα τους και δεν ωραιοποιούνται οι αποφάσεις τους. Η μετάφραση του Δημήτρη Γουρίδη προσφέρει στον αναγνώστη μια ακόμα πιο άμεση επαφή με το πνεύμα της σκέψης της.
“Στο σταχτί πάτωμα, που εδώ κι εκεί ήταν σκασμένο, στριφογύριζαν, σαν να ‘παιζαν κυνηγητό, δύο φύλλα απ’ την κουφοξυλιά. Πάνω στο τραπεζάκι ήταν ανοιχτός ένας τόμος των Αθλίων”
“Εξηγούμε ή προσπαθούμε να εξηγήσουμε πολλά ψυχολογικά μυστήρια λέγοντας απλά πως είναι τρελός όποιος σχετίζεται μ’ αυτά”