Γνώριζες τον Σταντάλ και συμφωνούσατε σθεναρά στο ότι χωρίς πάθος η τέχνη δεν αξίζει τίποτα. Την αγάπησες σφόδρα την τέχνη, το έχουμε καταλάβει από τα θεσπέσια έργα. Τι πάθος για τον άνθρωπο, την ιστορία, τα γεγονότα, ζωσμένος από έρωτα για την ζωγραφική ήσουν Ευγένιε. Ο Σταντάλ έπαθε το σύνδρομο που τελικά πήρε το όνομά του όταν στη Ρώμη εκστασιάστηκε από τις εντυπώσεις της αιώνιας πόλης και ξεχείλιζε το μυαλό του από θαυμασμό για όλα αυτά που έβλεπε γύρω του. Και τα δικά σου έργα όταν σήμερα τα αντικρύζω το ίδιο νιώθω, μια ακατάπαυστη μανία να τα λαχταρώ για αυτό που δείχνουν, όλη αυτή την αγάπη για αλήθεια παρά τα όσα τραγικά πολλές φορές απεικονίζουν αλλά έτσι είναι η ιστορία, αμείλικτη. Η δική σου έμπνευση έτυχε να γίνει αυτό που βλέπουμε εμείς σήμερα, ευτυχείς που υπήρξες. Έτσι και εσύ Ευγένιε, επίτρεψέ με τον εξελληνισμένο όρο του ονόματός σου καθώς στην Ελλάδα σε θεωρούμε δικό μας ζωγράφο, έγινες πια εικόνισμα στα μουσεία και όχι τυχαία, όχι άδικα φυσικά. Βλέπεις απεικόνισες την οδυνηρή Σφαγή της Χίου και την έξοδο του Μεσολογγίου, μιλώντας για τα καθ’ ημάς, τόσο έκδηλα και τόσο ζωντανά που όλοι νόμιζαν πως ήσουν εκεί παρών και παρατηρητής των γεγονότων. Ποιος να το φανταζόταν πως δεν είχες πατήσει ποτέ το πόδι σου στην Ελλάδα και δεν είχες ποτέ αντικρίσει ελληνικό τοπίο και άρα όλα ήταν αποκύημα της εκπληκτικής και πεφωτισμένης φαντασίας σου. Και όμως ήταν τέτοια η έλξη και ο παλμός των γεγονότων, τέτοια η ένταση των στιγμών που είχες ήδη ζήσει με την απεικόνιση της Γαλλικής Επανάστασης που συγκλονίστηκες συθέμελα και δεν άφησες στιγμή να σου διαφύγει το χρονικό. Γιατί η ιστορία σε κυνηγούσε χρόνια, ήταν το καταφύγιό σου, το λιμάνι σου. Η ιστορία με λίγα λόγια υπήρξε πάντα το δικό σου λυτρωτικό φάρμακο, η δική σου φαρμακαποθήκη για να ξεφύγεις από όσα σε βασάνιζαν ήδη από μικρό. Σαγηνεμένος λοιπόν και κλονισμένος από το δράμα των Ελλήνων και έχοντας στο νου σου τα όσα διάβαζες για τα συμβάντα στην Ανατολική Ευρώπη πήρες πινέλο και καμβά και έδωσες το δικό σου στίγμα. Η ζωγραφική σε έτρεφε, τροφοδοτούσε το κουρασμένο από τη ζωή πνεύμα σου, ήταν το απάγκιο σου, ήταν το αποκούμπι σου στις δύσκολες και τραγικές στιγμές που έζησες και δεν θα σου ήταν εύκολο να τις ξεχάσεις αν δεν είχες την παλέτα και τα χρώματα να τα αναμειγνύεις και να βουτάς στην ιστορία χωρίς αναπνευστικό. Στη Σφαγή της Χίου, σε αυτό το τραγικό γεγονός που ταξίδεψε στην άλλη άκρη της Ευρώπης, ξεδιπλώνεις όλο το χάος, τον σπαραγμό και την καταστροφή ενός λαού που βίωσε με βάναυσο τρόπο τον εξευτελισμό. Με πνιγηρή ατμόσφαιρα, με χρώματα σκούρα και με αποτύπωση του δράματος στα μάτια αθώων αμάχων, έθεσες εαυτόν στην υπηρεσία του φιλελληνισμού δίχως καν να το γνωρίζεις. Τελικά στα έργα σου απεικονίζεις τη σφαγή της συναισθηματικής σου αστάθειας που ζητά αναγέννηση; Πόσο πάλεψες να ορθοποδήσεις και η ζωγραφική έγινε το βάλσαμό σου! Χωρίς την τέχνη της είδησης και της φωτογραφίας, οι πίνακές σου έγιναν τα σημερινά ειδησεογραφικά στιγμιότυπα σε μια κρίσιμη περίοδο, τόσο ιστορικά όσο και κοινωνικά. Μπορεί ο πίνακάς σου, ένας από αυτούς που θαυμάζουμε όπως η Σφαγή της Χίου, να κοσμεί σήμερα το μουσείο του Λούβρου μα μιλά στις ψυχές όλων μας και μας θυμίζει τι βίωσε ένας ολόκληρος λαός στα χέρια βαρβάρων. Σε κάθε περίπτωση, ήσουν εκεί και στα δραματικά γεγονότα της κοινωνικής αναταραχής που έδωσε στη Γαλλία την ευκαιρία να αποτινάξει τη μοναρχία και να βροντοφωνάξει Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα. Δεν ήσουν εκεί στην πραγματικότητα, μα ήσουν μέσα από τα όσα διάβασες και σου είπαν, δεν έχει και πολύ σημασία πώς τα έμαθες αλλά πως τα ζωγράφισες. Έτσι, δηλώνεις παρών όταν η Ελευθερία οδηγεί τον λαό στην απελευθέρωση από τα δεσμά της τυραννίας, στη γυναίκα εκείνη σύμβολο της Γαλλικής δημοκρατίας, να κρατά περήφανη και αγέρωχη τη σημαία και με τα στήθια έξω να καλεί τον λαό σε εγρήγορση και επανάσταση απέναντι στο κατεστημένο. Δεν άντεχες να μην μιλάς για πόλεμο, δεν μπορούσες να ασχολείσαι με θέματα πεζά και μη θορυβώδη. Παρών στις επάλξεις, σε πρώτη προβολή και με παρουσία πλάι στην ιστορία που σε είχε ανάγκη έδωσες το δικό σου δείγμα γραφής, δεν έμεινες άπραγος και αμέτοχος να παρακολουθείς. Δεν στάθηκες παρά μόνο αφοσιωμένος στη ζωγραφική γιατί η υπόλοιπη ζωή σου έμοιαζε κενή από έρωτες και ζωή. Μια κάποια σχέση, έστω και περιστασιακή δεν είχες, και το μαράζι της μοναξιάς σε έτρωγε, εσωστρεφής και φοβισμένος δεν έκανες το παραπάνω βήμα. Δόθηκες λοιπόν ψυχή τε και σώματι στη ζωγραφική, γιατί από έρωτες μόνο κάτι πήγε να συμβεί με μια υπηρέτρια που σε φρόντιζε μα και εκεί πλήρης αποτυχία σε συνόδευσε. Δεν έμενες έλεγες με γυναίκες ποτέ μαζί γιατί για σένα οι εραστές είναι σαν δύο συμπληρωματικά χρώματα και αλλοιώνονται αν αναμειχθούν πολύ, είχες και εσύ περίεργες θεωρίες. Πολύ άδικο δεν έχεις για το θέμα γυναίκα αλλά έτσι δεν θα είχες ποτέ την ευκαιρία να βγεις από το δράμα που σε κυνηγούσε, άρα απαντούσες στο ψυχολογικό και ψυχικό κενό που ένιωθες μόνο μέσω της ζωγραφικής σαν να ήθελες να διώξεις μακριά τα φαντάσματα. Μοιάζει η περίπτωσή σου με εκείνη του Ολλανδού Ρέμπραντ αν και εκείνον τον βρήκαν άλλες τραγωδίες, πάντως τώρα που το σκέφτομαι και τα χρώματά σας δεν διαφέρουν και πολύ Ευγένιε. Καλύτερα λοιπόν να διαχωρίσουμε τα χρώματα έλεγες παρά να έχουμε κάποια επικίνδυνη μείξη, την έτρεμες την μείξη αυτή. Σε βασάνιζε και σε καταπονούσε να τρέχει ο εραστής πίσω από την ερωμένη του, ήταν ένα συναίσθημα που δεν το άντεχες και για αυτό απομακρυνόσουν από κάθε ευκαιρία έστω και παροδικής ευτυχίας. Θα έδινες και τη ζωή σου για τη ζωγραφική γιατί για σένα αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής σου, αυτή ήταν για σένα η πιστή σύντροφος, σε αυτήν αφοσιώθηκες σαν μοναχός σε μοναστήρι να την υπηρετείς μια ζωή. Και μοιάζει να απαντούσες στη βία που ένιωθες μέσα σου να σε καταπλακώνει με τη βία των σκηνών στα έργα σου. Όλος αυτός ο σκληρός και άγριος συναισθηματικός κόσμος που σε έπνιγε γιατί βρισκόσουν μονίμως σε αδιέξοδο συναισθηματικό, αυτό λοιπόν το μετέωρο κενό που ένιωθες το διοχέτευες στη ζωγραφική σαν να ήθελες η πισίνα του κενού να γεμίζει με χρώμα μήπως και αν τυχόν άδειαζε έπεφτες εσύ μέσα και βίωνες έναν θάνατο βάναυσο. Για τη ζωγραφική μπορούσες και να συνωμοτήσεις, σε αυτό το σημείο καμπής είχες φτάσει και αυτή, σαν άλλη βιταμινούχα κυρά την είχες μέσα σου να κυλάει, σου έδινε τη δύναμη να ξεπεράσεις τους πόνους του σώματός σου και τη θλίψη της ψυχής σου. Τι πίνακας και αυτός με την έξοδο του Μεσολογγίου και τα κορμιά να σέρνονται στο έδαφος δίχως κανέναν οίκτο, τα νεκρά σώματα να συνθλίβονται. Πόσος πόνος αναδύθηκε, πόσα δάκρυα, πόση οδύνη, τι κρυμμένες δυνάμεις έκρυβες μέσα σου και με το πινέλο πέτυχες την έκρηξή τους για να βρεις και εσύ το χρώμα σου. Ευγένιε, γεύεσαι πίκρες και ζωγραφίζεις θύελλες σαν άλλος Σαίξπηρ. Πόσο σκοτεινές αλέες περπάτησες μόνος και έρημος, τι αστείρευτο ταλέντο μα και άχθος κουβαλούσες. Τελικά πουθενά δεν βρήκες φως γιατί φως και χρώμα λαμπερό δεν υπάρχει, ούτε καν στις γυναίκες του Αλγερίου που ζωγράφισες και αυτές από μνήμης. Ακόμα και εκεί δεν βρήκες παρά ένα θαμπό κόκκινο να εντάξεις στο όλο έργο. Τέτοιος απόκοσμος εσωτερικός πυρετός έκαιγε τα σωθικά σου και δεν είχες από πουθενά σωτηρία, καμία σανίδα παρά η παλέτα και τα όσα σκούρα σε ακολουθούσαν. Ο κόσμος σου κατοικούσε στα χρώματα και βουτηγμένος όπως ήσουν δεν ήθελες να ξέρεις κάτι άλλο από τον καμβά που είχες απέναντί σου. Αναζητούσες διακαώς θέματα για να βρεις εκεί τη λάβα, να την αποδώσεις, να ζωγραφίσεις τον πόνο των άλλων που τελικά γινόταν μεμιάς δικός σου. Ευγένιε, έγινες μέσα στα μουσεία ένας μύθος που σήμερα όλοι μελετάνε και ουδείς δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει εντελώς, δεν θα είχε άλλωστε και νόημα γιατί στην ζωγραφική είσαι άπιαστος. Καλή αντάμωση βασανισμένε μα και λυτρωμένε Ευγένιε, συνέχισε εσύ το έργο σου!
————————————————————————————-
Ο Ευγένιος Ντελακρουά (γαλλικά: Eugène Delacroix· 26 Απριλίου 1798, Σεν-Μορίς – 13 Αυγούστου 1863, Παρίσι) ήταν Γάλλος ρομαντικός ζωγράφος του 19ου αιώνα, που επηρέασε την ζωγραφική συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του ιμπρεσιονισμού. Εμπνεύστηκε από ιστορικά γεγονότα όπως η Ελληνική και η Γαλλική Επανάσταση, καθώς και από ένα ταξίδι του στο Μαρόκο. Μπορεί τα θέματά του να ήταν κυρίως ιστορικά και κοινωνικά μα επηρέασε έντονα τη σχολή της Μπαρμπιζόν και τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές που έδρασαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Εντυπωσιασμένος από τις τεχνικές των Άγγλων ζωγράφων όπως ο Τζον Κόνσταμπλ, ταξίδεψε το 1825 στην Αγγλία όπου επισκέφθηκε πολλές γκαλερί και θέατρα και επηρεάστηκε από τον αγγλικό πολιτισμό. Επίσης έκανε την εικονογράφηση μιας Γαλλικής έκδοσης του Φάουστ με 17 λιθογραφίες, και διάφορων έργων του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και του Σερ Ουόλτερ Σκοτ. Ο κόσμος των χρωμάτων του ήταν αποτέλεσμα των εσωτερικών του παλινωδιών που τον κατέτρεχαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του αφού είχε δύσκολα παιδικά χρόνια και βίωσε οικογενειακά δράματα.