Η παρουσία του πολυπράγμονα συγγραφέα Χοσέ Ρεβουέλτας στη φυλακή όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα/μαρτυρία είναι και αυτή που το γεννά. Μόνιμος επαναστάτης και επικριτής ενός εκ των πιο σκληρών λατινοαμερικανικών δημοκρατιών, αυτής του Μεξικό – αυτό περί δημοκρατίας στο Μεξικό της δεκαετίας του ’50 και του ’60 είναι υπό ερωτηματικό – ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια ιστορία βγαλμένη από τα άδυτα της φυλακής όπου κρατείτο για τις ιδέες του. Οι λατινοαμερικανικές κοινωνίες στην πλειονότητά τους βίωναν και βιώνουν ακόμα και σήμερα πολύ δύσκολες και πολλές φορές απαράδεκτες συνθήκες καθημερινότητας με τη διαφθορά, την πολιτική αυθαιρεσία και τις δολοφονίες να είναι μέρος μιας κανονικότητας που μόνο κανονικότητα δεν είναι.
Μαρτυρία ενός ανθρώπου που μάτωσε όντας παρών σε δοσοληψίες παρανομίας εντός τειχών
Ο Ρεβουέλτας υπήρξε ενεργό πνεύμα αντίστασης, ένας μαχητής για τα δικαιώματα, ένας γνήσιος κομμουνιστής που έτυχε να εξοριστεί ακόμα και από το ίδιο του το κόμμα για τις απόψεις του. Στις έξι δεκαετίες της ζωής του έπραξε όσα του υπαγόρευε η καθαρή φωνή της συνείδησής του, η φωνή του δεν μπορούσε να εντοιχιστεί στα όρια μιας φυλακής και η γραφή υπήρξε για αυτόν μια άλλη αναπνοή, ένας άλλος τρόπος να επικοινωνήσει τα όσα πρέσβευε σθεναρά και ανεπιφύλακτα. Στάθηκε γενναίος και αγέρωχος ως μια φυσιογνωμία πολυσχιδής, ένας αυθεντικός επαναστάτης κατά της εξουσίας που καταδυνάστευε πολίτες γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα στο Μεξικό της εποχής του. Πραγματικός εκφραστής ρηξικέλευθων απόψεων περί ηγεσίας, κυνηγήθηκε και όσοι τον στοχοποίησαν γνώριζαν πολύ καλά τη δύναμη του λόγου του.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια πολύ ιδιαίτερη και ξεχωριστή προσωπικότητα των γραμμάτων καθώς εκθειάζεται από πολλούς ανθρώπους του χώρου της λογοτεχνίας ως ένας από τους κορυφαίους μυθιστοριογράφους και συγγραφείς. Το βιβλίο αυτό είναι μια γροθιά στο στομάχι για τα όσα συμβαίνουν μέσα στα στενά όρια μιας φυλακής, δεδομένα που συνήθως δεν φτάνουν παρά σπάνια εκτός των τειχών και μόνον ο ίδιος ο συγγραφέας λόγω της παρουσίας του εκεί θα μπορούσε να εξασφαλίσει. Οι περιγραφές της τρύπας όπως ονομάζει το σωφρονιστικό κατάστημα είναι χαρακτηριστικές της αγριότητας και της βαναυσότητας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είναι η αφήγηση της παράδοσης και της διαδικασίας πριν την παράδοση μιας παρτίδας ναρκωτικών σε τροφίμους των φυλακών. Οι αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα είναι πραγματικά ανατριχιαστικές και υποδηλώνουν το πόσο σάπιο είναι το σύστημα. Ο ίδιος παρατηρεί και καταγράφει σαν τον μάρτυρα που θα καταθέσει λίγο μετά το επίμαχο έγκλημα που πρόκειται να συντελεστεί.
Η επιβίωση στις φυλακές του Μεξικό της εποχής εκείνης – θαρρώ πως δεν θα έχουν αλλάξει και πολλά στο σήμερα – ήταν ένας γρίφος για δύσκολους λύτες. Αλληλοσκοτωμοί, προπηλακισμοί, άγριες συμπλοκές για κυριαρχία και εξουσία, σωφρονιστικοί υπάλληλοι που κάνουν τα στραβά μάτια και λειτουργούν ως φερέφωνα και εργαλεία των ισχυρών, εντολές εξόντωσης κρατουμένων μάλλον είχαν την τιμητική τους σε φυλακές ορμητήρια του εγκλήματος χωρίς κανένα ίχνος σωφρονισμού. Μάλλον οι λόγοι δράσης του Ρεβουέλτας εναντίον του πολιτικού συστήματος που εδραιώθηκε στο Μεξικό με όρους ασυδοσίας και κομματικής δικτατορίας αντλούσαν δύναμη και ενέργεια και από τα όσα εκτυλίσσονταν μέσα και στις φυλακές. Χρειαζόταν πια μόνο η δική του μαρτυρία και εμπειρία για να γίνουν αφορμή να τα εντάξει σε ένα μυθιστόρημα που αποτελεί κόλαφο για τα γενόμενα.
Τα όσα επισημαίνονται με λεπτομέρεια και με διαφωτιστικό τρόπο στην εξαιρετική εισαγωγή της έκδοσης είναι άλλωστε η απόδειξη των παραπάνω: “Όσο προχωρούσε ο 20ος αιώνας, η φυλακή φορτωνόταν όλο και πιο πολύ – και υπερ-φορτωνόταν – με μικροεγκληματίες, αν και ακόμη συνέχιζε να φιλοξενεί αντιπάλους κάθε επόμενου πολιτικού καθεστώτος, μέχρι να κλείσει το 1976. Η απειλητική σκιά της πάνω από το Μεξικό είναι τέτοια που μέχρι και σήμερα ο κόσμος αναφέρεται στο κτήριο ως “το Μαύρο Παλάτι” – σαν και η απλή ακόμα αναφορά στο πραγματικό της όνομα να μπορεί να φέρει κακοτυχία – παρά το γεγονός ότι δεν είναι καθόλου μαύρο και, από το 1980, είναι η έδρα των εθνικών αρχείων”.
Για την πραγματικότητα στον εκδημοκρατισμό των χωρών της Λατινικής Αμερικής αξίζει κάποιος να διαβάσει για την περίφημη αυτή φυλακή Λεκουμπέρι της οποίας η θεμελίωση αποτέλεσε ή θα έπρεπε να αποτελεί ένα πρωτοποριακό άνοιγμα εκδημοκρατισμού. Και όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο καθώς διαβάζουμε και πάλι στην εισαγωγή πως σκοπός της ήταν να συγκεντρώνονται εκεί όλοι όσοι ασκούσαν κριτική στην εξουσία. Προφανώς, μέσα στα χρόνια και μετά τον θάνατο του Ντιάζ, του αδυσώπητου κυβερνήτη και εμπνευστή της φυλακής που φίμωσε τη δημοκρατία, όλοι πίστευαν πως τα πράγματα θα άλλαζαν προς το καλύτερο, ωστόσο η ιστορία αυτή του Ρεβουέλτας που γράφτηκε εντός της φυλακής αποδεικνύει την κακή συνέχεια σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος.
Το χυδαίο της γραφής και οι υβριστικές πολλές φορές εκφράσεις του συγγραφέα είναι εσκεμμένα γιατί επιθυμεί να αναδείξει το αποτέλεσμα μιας καταστροφικής πολιτικής υποτιθέμενης δικαιοσύνης όπου όμως όλα είναι σαθρά και όπου επικρατεί η αναρχία και το χάος. Κανείς δεν προστατεύεται από πουθενά, οι φυλακισμένοι ζουν στα άκρα μιας μόνιμης ανασφάλειας και κάθε μέρα που περνάει είναι και μια νέα δοκιμασία ζωής. Η ενασχόληση με το πακέτο ναρκωτικών που θα εισαχθεί από την γηραιά κυρία είναι το μόνο θέμα συζήτησης γιατί από εκεί κρέμεται η επιβίωση εκείνων που θα καταφέρουν να αδράξουν τη βασιλεία της σκόνης, όλοι λοιπόν αναμένουν με ανυπομονησία την έλευση της λυτρωτικής σκόνης. Μα κανείς δεν προέβλεψε το τέλος παρά ο συγγραφέας και ο αναγνώστης μένει να το ανακαλύψει.
“Αυτός που απελπιζόταν περισσότερο στην τρύπα ήταν ο Αλμπίνος, ίσως επειδή ήταν ο πιο δυνατός, έφτανε να κλαίει απ’ την στέρηση των ναρκωτικών, αλλά δεν έκοβε τις φλέβες του, παρότι όλοι οι εξαρτημένοι εφάρμοζαν αυτή τη μέθοδο όταν η αγωνία ήταν αφόρητη”
“Η μητέρα του Αρχίδα θα κουβαλούσε εκεί μέσα το πακετάκι με τα ναρκωτικά – ακόμα και αν αποτύχαιναν απροσδόκητα τα σχέδια εξαιτίας της τρύπας, δεν άλλαζαν καθόλου σε ό,τι αφορούσε τον ρόλο που θα έπαιζε η μητέρα…”