Η γραφή του άγνωστου στο ευρύ κοινό Μιχαήλ Μητσάκη αποτελεί σημαντική μαρτυρία για την αθηναϊκή ζωή αλλά και λογοτεχνική παρακαταθήκη για τα τέλη του 19ου αιώνα καθώς τα δύο διηγήματα που εμπεριέχονται σε αυτή την έκδοση προσφέρουν στον αναγνώστη την νοερή περιήγηση στα σοκάκια της κοινωνίας της εποχής καθώς και της ιστορικής μνήμης. Ο συγγραφέας, με το προσωπικό του απαράμιλλο ύφος, με την τολμηρή και ιδιαίτερα γοητευτική αφηγηματική του δεξιοτεχνία, ξεδιπλώνει μέσα από μια γλώσσα ξεχασμένη πια όλα αυτά που παρατηρεί στους περιπάτους και τις κοινωνικές του δραστηριότητες σκαλίζοντας το πνεύμα του καθώς στοχαζόμενος. Ο Μιχαήλ Μητσάκης ανήκει σε μια γενιά δημιουργών που αναδύονται από την κοινωνία, με ένα μεστό ταλέντο και μια έμφυτη κλίση στο γράψιμο, μία κλίση που καλλιεργείται μέσα από την κοινωνική παρατήρηση. Δεν είναι συγγραφέας επαγγελματίας, είναι ένας αυθεντικός εκπρόσωπος της τέχνης της γραφής που προκύπτει μέσα από την ενασχόλησή του με τον ρόλο του δημοσιογράφου, έναν ρόλο που υπηρέτησαν πολλοί λογοτέχνες, τόσο σύγχρονοί του όσο και μεταγενέστεροι.
Ιχνηλάτης και περιπατητής αφουγκράζεται την κοινωνία και γίνεται ο καλύτερος αφηγητής της
Οι αθηναϊκές σελίδες είναι η προσωπική του επαφή με όλα όσα βλέπει να εκτυλίσσονται στους δρόμους της πρωτεύουσας, τους διαλόγους, τις ανταλλαγές απόψεων, τις αντεγκλήσεις, τις προστριβές, τους έρωτες των ανθρώπων τους οποίους σαν σκηνοθέτης τοποθετεί τόσο έξυπνα μέσα στο χρονικό του. Είναι ένα χρονογράφημα εξαιρετικά ζωντανό και παλλόμενο, παρέχει στο κοινό της εποχής του αλλά και το σημερινό όλα όσα ο ίδιος διαβάζει και αντιλαμβάνεται με ανεπτυγμένες στον ύψιστο βαθμό τις κεραίες της προσοχής του καθώς αυτό με το οποίο καταπιάνεται είναι να επενδύει στα όσα κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης, μιας πόλης σε συνεχή ροή και δράση, μιας πόλης που ποτέ δεν παύει να σαγηνεύει και να εκπλήσσει με τα καλά της και τα πολλά στραβά της. Πολλά από αυτά που καταγράφει είναι αποτέλεσμα και δικής του φαντασίας, άρα γράφει και ξετυλίγει τις εντυπώσεις του με ή χωρίς την συμμετοχή των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται παντρεύοντας την αλήθεια με την μυθοπλασία.
Η εργασία στο μέτωπο των καθημερινών κοινωνικών επεισοδίων είναι ειδικότητά του αλλά παράλληλα είναι μια πολύ απαιτητική και επίπονη εργασία, την οποία την φέρνει εις πέρας με επιτυχία. Ο λόγος του είναι διαχυτικός, καταιγιστικός και πολλές φορές εκτός πλαισίου διότι τα όσα συμβαίνουν εκεί έξω ξεπερνούν πολλές φορές τα εσκαμμένα άρα και η δική του ανταπόκριση είναι προφανές πως δεν μπορεί παρά να αποτυπώσει τα όσα συμβαίνουν. Οι αφηγήσεις του είναι αποκαλυπτικές ειδικά σε τσακωμούς και σε επεισόδια που αγγίζουν τα όρια της φαρσοκωμωδίας όπως συμβαίνει δηλαδή με την περίπτωση της Κυρα Κώσταινας, μία ιστορία τόσο πλούσια και βγαλμένη από τα έγκατα της ίδιας της ζωής. Αντίστοιχες σκηνές έχουμε διαβάσει στον Τσιφόρο και στον Ψαθά, άρα ο Μητσάκης είχε μάλλον επηρεάσει ή εμπνεύσει έμμεσα ή άμεσα με την γραφή του τους δύο επίσης εμβληματικούς συγγραφείς μα και σπουδαίους χρονικογράφους του επόμενου αιώνα.
Η κριτική του στην επαρμένη από την πολυτέλεια και την ανοησία της ξενομανίας αθηναϊκή κοινωνία είναι δεδομένη και μάλιστα είναι ιδιαίτερα καυστικός αλλά και σκωπτικός σε πολλά σημεία της τόσο σαγηνευτικής του αφήγησης. Τα γλωσσικά ιδιώματα, οι ξεχασμένες από το σημερινό λεξιλόγιο φράσεις και άλλες εκφράσεις που δανείζεται από τα γαλλικά κυρίως – μην ξεχνάμε πως τα γαλλικά κυριαρχούσαν στην αριστοκρατία ως ένδειξη καλλιέργειας πνευματικής – είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Μητσάκη. “Νομίζω ότι ελέχθη ήδη, αλλ’ είτε ελέχθη είτε δεν ελέχθη, είναι επίσης αληθές ότι και ως σώματα και ως ιδέαι και ως ψυχαί και ως αρχαί και ως διάνοιαι, περισσότερον απέχομεν ημείς των πατέρων μας ή εκείνοι των παλαιότατων εκείνων μαραθωνομάχων ή σαλαμινομάχων” θα σχολιάσει σε μια αποστροφή του λόγου ως προς το θέμα της καταγωγής μας ως Νεοέλληνες, η κριτική του δε αυτή διαρκεί ως το σήμερα.
Στα δύο υπέροχα διηγήματα που συμπληρώνουν την έκδοση, ο Μητσάκης αφιερώνει ένα κείμενο σχεδόν καταραμένο σε έναν αυτόχειρα, εδώ που ο αναγνώστης θα μπορούσε να βρει κοινά σημεία με τον ίδιο τον γράφοντα. Ο ίδιος δυστυχώς έμελλε να φύγει από τη ζωή τόσο νωρίς και έπειτα από συνεχείς εγκλεισμούς σε κλινικές απόρροια μιας εσωτερικής ψυχικής διαταραχής που τον ταλαιπωρούσε αλλά δεν τον εμπόδισε όμως να μας χαρίσει πλήθος γραπτών. Στον αυτόχειρα λοιπόν αφηγείται την ακροτελεύτια πράξη ενός δράματος, τα όσα δηλαδή συνέβησαν πριν και μετά το απονενοημένο διάβημα του αυτόχειρα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ένα επεισόδιο τραγικό όσο και μυστηριώδες. Είναι άραγε η ανάγκη να εξωτερικεύσει σκέψεις και αγωνίες που τον κατέτρεχαν ή είναι μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τον ίδιο του τον εαυτό ως ένα είδος αυτολύτρωσης;
Ο Μητσάκης αποδεικνύει περίτρανα, τόσο στον Αυτόχειρα όσο και στο διήγημα Το φίλημα, το οποίο και αφιερώνεται στη μνήμη του Παπαφλέσσα και τον θάνατο του στην ηρωική μάχη στο Μανιάκι, πως είναι ένας θεμελιώδης λίθος της νεοελληνικής λογοτεχνίας έτσι όπως την γνωρίσαμε μέσα από την πένα του Λαπαθιώτη, του Καρυωτάκη, του Βιζυηνού, του Βαλαωρίτη και τόσων άλλων επιφανών συγγραφέων. Η δημοσίευση τέτοιων έργων που ανήκουν πια στην ιστορία περασμένων αιώνων μόνο ευεργετική μπορεί να είναι για το κοινό καθώς έρχεται σε επικοινωνία ένα περιεχόμενο δυστυχώς ξεχασμένο από τον χρόνο και την φθορά της όμορφης γλώσσας που τείνει να γίνει βορά στην έλευση μιας ολοένα και αυξανόμενης τάσης για ξενομανία.
“Δεν εσυκοφαντήθη ο Σωκράτης, ως εισάγων θεούς νέους, ομιλών με τα δαιμόνια, άπιστος προς τους νόμους και τα έθιμα του τόπου του; Δεν ερραδιουργήθη ο Φωκίων ως συνεννοούμενος προς τους εχθρούς; Δεν εκατηγορήθη ότι έπαθεν εξ’ αργυράγχης ο Δημοσθένης;”
“Ας μην ενοχληθή κανείς! Ωσάν να ενοχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι’ όσους η χειρ του θανάτου σημειώνει με την μαύρη σφραγίδα της!”