“Είχα βαρεθεί να ψάχνω μέσα μου το χρώμα και το νόημα των πραγμάτων. Ήθελα να με αφήσω να πέσω σαν μια φούστα, να σχηματίσω έναν κύκλο γύρω απ’ τα πόδια μου και να τον δρασκελίσω” θα εκμυστηρευτεί η συγγραφέας σε μια ομιλία της το 1957 όπου αρχίζει να επεξεργάζεται την εκκίνηση της συγγραφής της τριλογίας, πρώτο μέρος της οποίας θα αποτελέσει αυτό το βιβλίο. Η σπουδαία μορφή των γαλλικών γραμμάτων Έλσα Τριολέ είχε παντρευτεί το έτος 1938 και λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, διαβάζουμε στην εξαιρετικά εμπεριστατωμένη εισαγωγή της μεταφράστριας Κατερίνας Γούλα. Η Τριολέ λόγω της σχέσης της με τον Αραγκόν, αλλά και χάρη στον έμφυτο ταλέντο και την κλίση της στη γραφή, θα γίνει δεκτή μετ’ επαίνων στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής μιας και ο Αραγκόν είχε υπάρξει πρωτοπόρος και ενεργό μέλος των σουρεαλιστών.
Η μανία της απόκτησης αγαθών και η συσσώρευση πλούτου γίνεται στα χέρια της Τριολέ σημείο αναφοράς
Η σχέση του Αραγκόν με την Τριολέ ήταν μια σχέση εξάρτησης και αμοιβαίου σεβασμού και αναγνώρισης επιβεβαιώνοντας και το θέσφατο πως πίσω από κάθε σπουδαίο άνδρα βρίσκεται πάντα μια σπουδαία γυναίκα. Σπουδαία βέβαια ήταν αδιαμφισβήτητα και η ίδια, μια γυναίκα εμπνευσμένη και πολιτικά δραστήρια, μια γυναίκα δυναμική και ενεργή, μια γυναίκα που αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας αλλά παράλληλα προβληματίζεται και στοχάζεται ως προς τα προβλήματα και τις αγωνίες της σύγχρονης κοινωνίας. Το μυθιστόρημα μπορεί να ενέχει ερωτική ιστορία μεταξύ του πρωταγωνιστή Ντανιέλ και της Μαρτίν, κεντρικής ηρωίδας της Τριολέ, ωστόσο αυτό που ξεχωρίζει είναι η διάθεση της συγγραφέως να θίξει το ζήτημα της υλιστικής ασυδοσίας, της μεταπολεμικής εξόρμησης των ανθρώπων να αποκτήσουν όλο και περισσότερα ανακτώντας τον χαμένο χρόνο μιας μακράς περιόδου στερήσεων λόγω των συρράξεων.
Δεν είναι μόνο το οικονομικό σκέλος όμως, είναι και το ηθικό μέρος του προβλήματος. Η Μαρτίν ζει στην επαρχία και ξαφνικά μεταβαίνει στην πολύβουη πρωτεύουσα, το Παρίσι, όπου γίνεται μια υπάλληλος σε μεγάλο και ξακουστό κέντρο παροχής υπηρεσιών κάλλους. Εκεί γεύεται την κοινωνική άνοδο και τη δική της ανέλιξη καθώς οι υπηρεσίες της εκτιμώνται από τις πελάτισσες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα τυχαίνει να μετατρέπονται και σε επιστήθιες φίλες της και εκεί τα μυαλά της χάνουν τη θέση τους. Η ίδια λοιπόν, άπληστη και ανικανοποίητη, αποφασίζει να επεκτείνει τις εργασίες της εκτός του αυστηρού πλαισίου, μετατρέπει την πελατεία της εταιρείας σε δική της προσωπική πελατεία αυξάνοντας βέβαια τα εισοδήματά της, κάτι που μπορεί να είναι νόμιμο αλλά δεν είναι ηθικό. Παράλληλα, η σύναψη του γάμου της με τον Ντανιέλ, τον οποίο πραγματικά αγαπά αν και γνωρίζει τα περί της εύρωστης οικογενειακής επιχείρησης στην αρχή το αγνοεί αλλά στην πορεία την οδηγούν σε παρεκτροπές παρασυρμένη από την ανάγκη της να αποκτήσει όλο και περισσότερο χρήματα, να εξασφαλίσει για τον εαυτό της όλο και περισσότερες ανέσεις, μη αναγκαίες αλλά που τονίζουν το υπερεγώ της.
Η Τριολέ, μέλος μιας κοινωνίας που έζησε πολλά, δεν είναι άλλωστε τυχαίες οι αναφορές της στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μέσα στο μυθιστόρημα, παρατηρεί και καταπιάνεται με τα όσα βλέπει γύρω της. Όπως οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι δεκαετίες νωρίτερα, έτσι και εκείνη τριγυρίζει και κυκλοφορεί σε μια κοινωνία που όλο και μεταλλάσσεται με γοργούς ρυθμούς, μια κοινωνία που διψά πια να γεφυρώσει το χάσμα της απώλειας, της ένδειας και να μεταπηδήσει σε ένα μέλλον πιο ευοίωνο, πιο αισιόδοξο και όμως αυτό δεν γίνεται δίχως εξάρσεις και υπερβολές. Η Τριολέ με την Μαρτίν θα επαναλάβει το πείραμα του Ζολά με την Νανά που μέσα από τους εραστές της νόμιζε πως ζει το απόλυτο θαύμα, πως η ζωή που ζούσε ήταν μια συγκυρία απόλυτης ευτυχίας και ευδαιμονίας. Πόσο επίπλαστο και ψευδές, πόσο γυάλινος κόσμος αυτός, όπως θα γράψει και ο Τένεσι Ουίλιαμς. Ο εκτροχιασμός της Μαρτίν είναι σημείο των καιρών εκείνων αλλά είναι κατά μια έννοια και μια πρόβλεψη, μια προφητεία για τα όσα θα επακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια και σαφώς τα όσα αναφέρει είναι προφητικά για το σήμερα όπου η κατάσταση έχει ήδη ξεφύγει.
“Η Μαρτίν, μανικιουρίστα, βρισκόταν στην καρδιά του ιδεώδους της ομορφιάς στο οποίο πίστευε ακλόνητα, ζούσε μέσα στις γυαλιστερές σελίδες ενός περιοδικού πολυτελείας. Το Ινστιτούτο Ομορφιάς ήταν ο πολύτιμος λίθος που είχε πέσει εξ’ ουρανού στο κέντρο του Παρισιού και που εξέπεμπε δαχτυλίδια καπνού όλο και πιο πλατιά, όλο και πιο αδύναμα, μέχρι να εξανεμιστούν εντελώς στα προάστια όπου δεν έφτανε η λάμψη του”. Εκεί λοιπόν στο Ινστιτούτο έγκειται το πρόβλημα και από εκεί ξεκινά η ρίζα της παρακμής της Μαρτίν καθώς τίποτα πια δεν θα ήταν ίδιο. Σε παράλληλη τροχιά είναι και η σχέση της με τον Ντανιέλ που πνέει τα λοίσθια καθώς από μια άδολη και τρυφερή αγάπη των δύο έχει καταντήσει πια ο έρωτάς τους να γίνεται επί οικονομικής βάσης και όχι συναισθηματικής όπως πριν.
Η κάθοδος της Μαρτίν προς τον Άδη της απληστίας είναι στο επίκεντρο της αφήγησης της Τριολέ με αυτό το πρώτο μέρος να μας προϊδεάζει ήδη από τον τίτλο καθώς τα τριαντάφυλλα παύουν να μυρίζουν άρωμα αλλά όφελος. Πρόκειται για μια ιστορία που αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης φύσης, την τρωτότητα του ανθρώπου και την υποταγή του στην ύλη. Εξάλλου, το μυθιστόρημα εντάσσεται σε μια πολύχρονη γαλλική παράδοση που είχε ήδη ξεκινήσει από τον προηγούμενο για εκείνην αιώνα, τον 19ο δηλαδή, με συγγραφείς όπως ο Φλωμπέρ, ο Μπαλζάκ, ο Ζολά, ο Δουμάς. Η Τριολέ με έντονο το ένστικτο της ψυχολόγου των συνειδήσεων συνεχίζει την παράδοση αυτή, εντρυφεί και εφορμά για να μιλήσει χωρίς φόβο αλλά με πάθος για τα νέα αυτά δεδομένα γνωρίζοντας καλά πως η ανθρώπινη ιστορία πάντα θα επαναλαμβάνεται.
“Σου είχα πει κάποτε, κορίτσι μου, ότι στάθηκες πολύ τυχερή στη ζωή σου, ότι είχες ήδη κερδίσει δύο παρτίδες… Την πρώτη όταν σε πήρε κοντά της η μαμά Ντονζέρ, τη δεύτερη όταν η μαμά Ντονζέρ σε έφερε στο Παρίσι… Τώρα όμως κινδυνεύεις να χάσεις την τρίτη παρτίδα: τον γάμο σου, το μέλλον σου”
“Ο Ντάνιελ δεν ήταν ένας συνηθισμένος άντρας, ήταν και χωρικός και ιππότης, τον γοήτευε το παντοτινό και το ηρωικό […] Η Μαρτίν, η γυναίκα του, δεν ήταν παρά μια φρικτή μικροαστή, άξεστη, εγωίστρια. Με πλαστικές επιθυμίες και νάιλον όνειρα”