Η νύχτα σε αντίθεση με τη μέρα πάντα υπήρξε ισχυρή πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς, συγγραφείς και ποιητές που εκείνες τις δύσκολες ώρες που όλη η πλάση κοιμάται εμπνέονταν τα πιο απόκοσμα έργα, εκεί όπου μπλέκονταν τα όνειρα με το αλλόκοτο και το φανταστικό με το μεταφυσικό. Ποιος μπορεί να μην μνημονεύσει τις δύσκολες ώρες του Πόε στο δωμάτιό του τη νύχτα αγκαλιά με τους φόβους και τις αγωνίες του να τον δοκιμάζουν. Σε κατάσταση απόδρασης από μια στριφνή πραγματικότητα, ο Χόφμαν έγραψε με τη σειρά του τα δικά του νυχτερινά διηγήματα μεταφέροντάς μας σε έναν κόσμο όπου πρωταγωνιστούν απροσδιόριστες μορφές ρομαντικής φύσεως, μορφές που πολλές φορές παραμένουν υπό ένα πέπλο μυστηρίου και άρα ανεξήγητες. Στη νύχτα όπου ακροβατεί το φως με το σκοτάδι όλα είναι πιθανά να συμβούν και εκεί στήνουν τις δικές τους αφηγηματικές παραστάσεις συγγραφείς όπως ο Κάφκα και ο Ντοστογιέφσκι.
Ένα όνειρο νυκτός θολώνει τον νου του πρωταγωνιστή και τον οδηγεί σε περίεργες ατραπούς
Αυτή τη νύχτα, την δυσερμήνευτη και τόσο απροσδόκητη επιλέγει ο Τζον Γουίλιαμς για να αφηγηθεί την πρώτη του ιστορία, πριν ακόμα συγγράψει τα περίφημα και πιο γνωστά του μυθιστορήματα όπως ο Στόουνερ, που τόσο πολύ αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό, τον Αύγουστο αλλά και το Πέρασμα του μακελάρη, όλα βέβαια μεταφρασμένα από τις εκδόσεις Gutenberg. Μέσα από το πρώιμο αυτό μυθιστόρημα, ο Γουίλιαμς προετοιμάζει και προλειαίνει το έδαφος για όλα αυτά που θα διαβάσουμε στα επόμενα συγκλονιστικά του μυθιστορήματα. Είναι αναμφίβολα ο προθάλαμος πριν την είσοδό μας στον κύριο ναό, τον σηκό δηλαδή, της αφήγησής του και καταφέρνει ήδη από πολύ νωρίς να μας συστηθεί με κρότο αλλά και με ουσία. Ξεκινάει την αφήγησή του, ήδη από τις πρώτες σελίδες, με έναν άνθρωπο παρασυρμένο από ένα όνειρο που κουβαλάει μέσα του και τον βρίσκει χαμένο σε έναν κόσμο παράξενο ͘ βρισκόμαστε ενώπιον μιας χαμένης ψυχής που αναζητά υπόσταση.
Το μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας το έγραψε κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, μια περίοδο τόσο ταραγμένη και επισφαλή για πολλούς που είδαν τη ζωή τους να κατακρημνίζεται μέσα στα τύμπανα του πολέμου. Όπως ο Στόουνερ ζει δύο Παγκόσμιους πολέμους, βλέπει την απώλεια των συμφοιτητών του και αργότερα ως καθηγητής τον θάνατο των μαθητών του λόγω του πολέμου, έτσι και ο Άρθουρ, ο πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος, βρίσκεται σε ένα τέλμα και σε ένα αδιέξοδο ως προς την σχέση με τον εαυτό του και τον πατέρα του. Ζει μέσα σε έναν εφιάλτη που ορίζεται από την ασταθή ψυχολογική του κατάσταση, μέσα από έναν διαταραγμένο βίο κλεισμένος και σχεδόν απομονωμένος μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου φιλοσοφικά όμοιο με εκείνο της Βιρτζίνια Γουλφ. Άρα, τα όσα περιγράφει τόσο στο όνειρο όσο και στον πραγματικό του βίο είναι αποκυήματα ενός πληγωμένου παρελθόντος που καθρεφτίζεται στο παρόν.
Ο Κάφκα στη Μεταμόρφωση είχε θέσει επί τάπητος το θέμα της σχέσης του με τον πατέρα του καθώς αυτό ήταν και το επίκεντρο της ιστορίας, η αδυναμία του ήρωα να δράσει μακριά από τα μάτια ενός πατέρα κακοποιητή, ενός πατέρα που μαστίγωνε κάθε προσπάθεια ψυχικής ανάτασης, ενός πατέρα που ευνούχιζε τον γιο του με κάθε ευκαιρία. Το πλαίσιο δεν διαφέρει πολύ, διαβάζουμε και μαθαίνουμε πως ο Άρθουρ διατηρεί πολύ κακές σχέσεις με τον πατέρα του και η εμμονή του με το όνειρο που τον κατατρέχει είναι απόρροια ενός κρίσιμου χρονικού ασυμβατότητας μεταξύ των δύο. Τα πρώτα λόγια του Γουίλιαμς είναι όλη η βάση της ιστορίας που θα ξεδιπλωθεί αργότερα: “Σ’ αυτό το όνειρο, όπου ο ίδιος ήταν αβαρής και άψυχος, όπου ήταν μια διάχυτη ομίχλη συνείδησης που κόχλαζε κι έτρεμε μέσα σε μια απέραντη έκταση σκοταδιού, δεν υπήρχε αρχικά κανένα συναίσθημα, παρά μονάχα ένα αμυδρό είδος αντίληψης, χωρίς μάτια, χωρίς εγκέφαλο, απόμακρης, που η μοναδική της ικανότητα ήταν να διακρίνει τον εαυτό της από το σκοτάδι”.
Η εσωτερική ανισορροπία του Άρθουρ είναι το κύριο πιάτο σε μια ιστορία καθαρά εστιασμένη στον τρόπο συλλογισμού, σκέψης και δράσης του, βρίσκεται σε θέση αδύναμη και παλεύει με τις αναμνήσεις, τα βαθιά τραύματα σαν να είχε πολεμήσει στο μέτωπο. Είναι πολύ πιθανόν τα όσα περιγράφονται να είναι ένα θολωμένο τοπίο συναισθηματικής φύσεως του ίδιου του Γουίλιαμς που βρίσκεται μέσα στη δίνη των πολεμικών γεγονότων ενώ γράφει αυτό το βιβλίο. Πώς θα μπορούσε άραγε να μην επηρεαστεί από τα όσα συμβαίνουν γύρω του καθώς ένας συγγραφέας, όπως είναι γνωστό, είναι κομμάτι της κοινωνίας και άρα του παζλ που λέγεται Ιστορία. Πάντως, ο Άρθουρ ακόμα και όταν έρχεται σε επαφή με τον πατέρα του μετά από καιρό αλλά και με την κοπέλα που γνωρίζει, την Κλερ, της οποίας την παρουσία αδυνατεί να διαχειριστεί όντας σε μια κατάσταση εσωτερικής σύγχυσης, είναι ουσιαστικά ένας άνθρωπος μισός. “Υπάρχουν πόλεμοι και ήττες και νίκες του ανθρώπινου είδους που δεν είναι στρατιωτικές και που δεν είναι καταγεγραμμένες στα χρονικά της ιστορίας” είχε γράψει ο Γουίλιαμς στον Στόουνερ.
Ο Γουίλιαμς χτίζει ένα μυθιστόρημα, σύντομο μεν αλλά πολύ περιεκτικό δε, στα νοήματα αποτυπώνοντας έκδηλα την ιδιοσυγκρασία ενός συγγραφέα που τώρα σμιλεύεται, του οποίου η συγγραφική σταδιοδρομία δοκιμάζεται και διαμορφώνεται και όπλο σε αυτό το ξεκίνημα είναι οι προσωπικές προσλαμβάνουσες, οι εσωτερικές φωνές και τα ιστορικά συμβάντα. Μέσα σε μια περίοδο ιδιαίτερα κομβική όπου διαδραματίζονται πλήθος εξελίξεων συνταρακτικών, ο Γουίλιαμς, όπως και άλλοι δημιουργοί της γενιάς του, επί παραδείγματι ο Σάλιντζερ, ο Ντος Πάσσος, ο Στάινμπεκ, δεν διστάζει να δοκιμάσει τις αντοχές του, να ξεχυθεί στην τέχνη του λόγου και να μας εισαγάγει στο δικό του προσωπικό ύφος, ένα ύφος που τόσο θα αγαπήσουμε. Να σημειωθεί τέλος πως η εξαιρετική μετάφραση του Ορφέα Απέργη στην ελληνική γλώσσα προσδίδει στο βιβλίο την προστιθέμενη αξία.
“Γιατί είχε έρθει σ’ αυτό το μέρος; Αυτό δεν ήταν καταφύγιο, και το ήξερε ότι δεν ήταν. Ποια ήταν η παράλογη συνθήκη που τον οδηγούσε όλο και πιο μακριά, όλο και πιο βαθιά σ’ αυτό που του φαινόταν σαν ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος, χωρίς σχέδιο ή νόημα”
“Πόσο μόνοι είμαστε, σκέφτηκε. Πόσο, πάντοτε, μόνοι”