Στο επιμύθιο της έκδοσης δια χειρός Κρίτωνα Ηλιόπουλου, ο οποίος ανέλαβε και έφερε εις πέρας τη μετάφραση του βιβλίου διαβάζουμε τα λόγια του Μπολάνιο: “Η Νυχτωδία είναι μια μεταφορά για μια χώρα της κόλασης, μεταξύ άλλων. Επίσης είναι η μεταφορά μιας χώρας νεαρής, μιας χώρας που δεν ξέρει καλά καλά αν είναι χώρα ή ένα τοπίο”. Στη Νυχτωδία παρευλάνει και πρωταγωνιστεί ένας σπουδαίος και επιφανής Χιλιανός, ο Πάμπλο Νερούδα, που βίωσε στο πετσί του τα όσα περιγράφει ο Μπολάνιο για την αδίστακτη περίοδο της δικτατορίας Πινοτσέ. Η χειμαρρώδης αφηγηματική του λαίλαπα ραπίζει τον αναγνώστη και τον μεταφέρει στο δικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου πρωταγωνιστεί το μεταφυσικό σε εναλλαγή με το πραγματικό. Είναι ένα βιβλίο αφοσιωμένο και αφιερωμένο στις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης χιλιανής ιστορίας, έτσι όπως οφείλει να ειπωθεί χυμένη σαν την καρδάρα με το γάλα, όλα φόρα παρτίδα δίχως καμία ωραιοποίηση γιατί τέτοια ήταν η κόλαση.
Στα άδυτα της ιστορίας ο Μπολάνιο γράφει για ακόμα μια φορά τη δική του λογοτεχνική ιστορία
Η Νυχτωδία της Χιλής ανήκει στην επονομαζόμενη Μπολανιάδα, αυτή τη μυθιστορηματική καταιγίδα νοημάτων και καταγραφών που εξασφαλίζει ο συγγραφέας σε κάθε απόπειρά του. Λειτουργεί ως λαβύρινθος για τον αναγνώστη καθώς η κατάθεση του συγγραφέα είναι ολοκληρωτική και καθηλωτική. Πολυδιάστατος, πολύπλευρος, πολυεπίπεδος και πολυμήχανος σαν ένας Οδυσσέας του καιρού του, ο Μπολάνιο έχει την σφραγίδα του μεγάλου λογοτέχνη και του εξαίρετου αφηγητή, όπως λίγοι την έχουν αποσπάσει. Έχει σαρωτικό λόγο, ανατρεπτικό, ομιχλώδη αλλά και ευφάνταστο, ποιητικό, χειμαρρώδη. Η ουσία της γραφής του έχει μία ονειρική δράση, μία μεταφυσική δύναμη και μία φευγαλέα διάσταση προς το πουθενά που όμως κάπου θέλει να τερματίσει αλλά δεν γνωρίζει το τέρμα. Στον πυρετό του ιερέα Ουρούτια Λακρουά, μεσαίου βεληνεκούς ποιητή, κριτικό λογοτεχνίας και μέλος των Opus Dei, ο Μπολάνιο θα βρει τον άνθρωπο για να φτιάξει το οικοδόμημα της ιστορίας του, είναι αυτός ο ήρωας που θα παρακολουθήσει τα ιστορικά τεκταινόμενα και θα γίνει θεατής των θλιβερών πολιτικών εξελίξεων.
Κάθε φορά εφευρίσκει και έναν αφηγητή θυμίζοντας τα πολλαπλά πρόσωπα και είδωλα του Φερνάντο Πεσσόα. Κάθε του βιβλίο είναι και μία ξεχωριστή παρουσία μέσα στην οποία μοιάζει ο ίδιος να έχει χαθεί και συμπαρασύρει και εμάς, χάνεται εκεί στις σκέψεις που ταλανίζουν το μυαλό του και το ανάγουν σε ένα πλυντήριο συναισθημάτων, ποιητικών διαταραχών και αναφορών που ανατρέχουν στο παρελθόν με βλέμμα στο παρόν. Είναι δυσνόητος, δαιδαλώδης, πολύπλοκος γιατί δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Έχει όμως και την αμεσότητα, την ρευστότητα, την ταχύτητα που χαρίζει στον αναγνώστη την χαρά της ανακάλυψης. Γιατί πάνω από όλα ο ίδιος επαναπροσδιορίζεται, επανακαθορίζεται και επανιδρύεται μέσα από τις ανησυχίες που παίρνουν την μορφή λέξεων και φράσεων. Αν τον αναλύσει κανείς και αυτό εφόσον είναι εφικτό, τότε θα καταλάβει και θα αντιληφθεί πως οι ψυχολογικές μεταλλάξεις των χαρακτήρων του στις οποίες επιδίδεται είναι το βούτυρο στο ψωμί του, σε αυτό ποντάρει.
Ο ιερέας θα πορευτεί με οχυρό τις αναγνώσεις του και σε αυτές θα βρίσκει κάποιο απάγκιο, μια κάποια λύση, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης, στους Αρχαίους Έλληνες, τους οποίος και μνημονεύει συχνά θα βρει καταφύγιο για να ξεφύγει από την καιόμενη βάτο των γεγονότων. Η λάβα που κυλάει από την πένα του Μπολάνιο είναι έτοιμη να σαρώσει στο διάβα της τα πάντα και η δύσμοιρη Χιλή είναι λόγω των συμβάντων έτοιμη να καταποντιστεί σαν την ιστορική Πομπηία. Και τι δεν συμβαίνει σε αυτή την πατρίδα, τη ματωμένη από τα χαστούκια πατρίδα, από εκείνους που την υποθάλπουν με τη βεβαιότητα πως το κάνουν για το καλό της, σε αυτούς αναφέρεται προς το τέλος του βιβλίου ο Μπολάνιο, στους ένθερμους και ανάλγητους εξολοθρευτές αξιοπρέπειας και συνειδήσεων, δεν υπάρχουν καλύτερες καταδικαστικές νομοθετικές πράξεις από τα λεγόμενά του.
Εμπλέκει παράγοντες, συγκυρίες, πολιτικές και κοινωνικές περιπτώσεις, συμβάντα δραματικά και συγκλονιστικά που, σαν οξυγονοκολλητής εμπειρίας, συνθέτει σε ένα μωσαϊκό από το οποίο προκύπτουν πρόσωπα και πράγματα. Είναι εμφανές πως ο Μπολάνιο διατηρεί την αγωνία στο κατακόρυφο, δεν εφησυχάζει, παράγει κρίση αξιών και την θέτει επί τάπητος να εγγραφούμε σε αυτήν και να προβληματιστούμε. Οι διάλογοί και όλη του η αφήγηση εκπέμπουν μία μαγεία, έναν τόνο που ενέχει ματαιοδοξία και αισιοδοξία. Τα γραπτά του στο σύνολό τους μπορούν να κριθούν μέχρι και αγχωτικά χωρίς να έχει βρεθεί η θεραπεία και αυτή η υψηλή ένταση συνεχίζει από την αρχή μέχρι το τέλος σαν τα κύματα της θάλασσας που βρίσκονται μονίμως σε ταραχή. Ποιητική λαίλαπα τον κατακυριεύει και αγγίζει τα όρια του παραλόγου έτσι όπως ο Καμύ το έθεσε στα δικά του βιβλία. Ο απόηχός της παραίσθησής του θορυβώδης, σαν του πρωινού το ξυπνητήρι.
Πολλές φορές, δεν είναι δυνατόν να τον περιγράψεις τον Μπολάνιο, είναι πολυδιάστατος ο κόσμος του, αφηρημένος σαν έναν πίνακα του Καντίνσκυ και ονειρώδης σαν τον μικρό Πρίγκιπα που κάθεται και ατενίζει τα άστρα. Εξωπραγματικός αλλά και γήινος μαζί, μας “παραμυθιάζει” με τρόπο που δεν μας αφήνει να ξεφύγουμε από τα δίχτυα της αφήγησής του. Σκηνοθετεί μία ολόκληρη ατμόσφαιρα που θυμίζει επιστημονική φαντασία αλλά εδώ είναι ιστορία και μάλιστα πονεμένη, αμιγώς χιλιανή και βγαλμένη από την ίδια την ιστορία και τη ζωή, έτσι όπως την βίωσε ο ίδιος και τόσοι βασανισμένοι από ένα αδυσώπητο καθεστώς, από ένα σύστημα που υποστήριζε υπόγεια όπου συνέβαιναν έκτροπα αδιανόητης σύλληψης, απάνθρωπες εξοντωτικές μηχανές εμπνευσμένες από τον απάνθρωπο για τον άνθρωπο, όμοια “έμπνευση” είχαν τα μεσαιωνικά βασανιστήρια και η περίφημη πια Ιερά Εξέταση. Ο Μπολάνιο λοιπόν δεν φοβάται κανέναν, δεν διστάζει πουθενά και καταλύει κάθε έννοια ευπρέπειας παραδίδοντας ένα ακόμα αριστούργημα, όπως μας έχει δηλαδή ήδη μάθει μέσα από τα βιβλία του, εκείνα που έχουμε ανάγκη, αυτά που όπως έλεγε ο Κάφκα οφείλουν να πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας.
“Σ’ ετούτη τη χώρα γαιοκτημόνων, είπε, η λογοτεχνία είναι εκκεντρικότητα και δεν έχει καμία αξία να ξέρεις να διαβάζεις”
“Απαιτείται υπευθυνότητα. Αυτό έλεγα σε όλη μου τη ζωή. Έχεις την ηθική υποχρέωση να αναλαμβάνεις την ευθύνη των πράξεών σου και των λεγομένων σου, ακόμα και της σιωπής σου, ναι, της κάθε σου σιωπής…”