Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τα πρώτα γεγονότα στη Συρία όπου με την πρόφαση της αντιμετώπισης του Ισλαμικού κράτους ξεκίνησε από τον Μπασάρ Αλ Άσαντ ένα κυνηγητό με βομβαρδισμούς και εξοντώσεις αντικαθεστωτικών καθώς και μαζικά φονικά που συμπεριελάμβαναν και αμάχους. Σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Συρίας, στη Δαμασκό, στο Ιντλίμπ, στο Χαλέπι παντού πτώματα, ερείπια και ένα σκηνικό καταστροφής και απόγνωσης από ανθρώπους που στερούνται ακόμα και τα βασικά. Η συγγραφέας Κρίστι Λεφτέρι, η οποία εργάστηκε ως εθελόντρια σε κέντρο προσφύγων στην Αθήνα και είδε από κοντά και ιδίοις όμμασι τα όσα δραματικά έλαβαν χώρα με την αθρόα έλευση των κατατρεγμένων αυτών ανθρώπων, περιγράφει την κατάσταση που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι κατά την παραμονή τους σε μια ξένη χώρα εκλιπαρώντας για ένα καλύτερο αύριο έχοντας ξεφύγει από βέβαιο θάνατο πρώτα από την εμπόλεμη Συρία και έπειτα έχοντας γλιτώσει από της θάλασσας τα μύρια κύματα.
Η ιστορία που μας αφηγείται είναι συγκλονιστική από την αρχή ως το τέλος, είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, σε μια ζωή που ανατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι άνθρωποι αυτοί, ο Νούρι, ο Μουσταφά, η Άφρα είδαν τις ζωές τους να διαλύονται και να καταστρέφονται, είδαν τον όλεθρο κατάματα και στάθηκαν ανήμποροι να σταματήσουν το κακό από το να έρθει με ορμή συμπαρασύροντάς τους σε έναν γκρεμό δίχως όρια. Αυτό που ο αναγνώστης διαπιστώνει είναι η κατάσταση που επικρατεί σε αυτήν τη δοκιμαζόμενη χώρα, στο δράμα που περνάνε οι άνθρωποι μέσα σε συντρίμμια και οδύνη για τις απώλειες των δικών τους, μικρών παιδιών και μητέρων συμπεριλαμβανομένων οπότε και ο πόνος γίνεται δυσβάσταχτος. Η Άφρα είναι μία από εκείνες τις γυναίκες που χάνει το μικρό της Σάμι και η οδύνη είναι απερίγραπτη και αβάσταχτη.
Η ιστορία του Νούρι με την οποία ξεκινάει το βιβλίο βρίσκει τον αναγνώστη να μαθαίνει για τις μέλισσες, για τον τρόπο λειτουργίας των μελισσιών και για την αγάπη που έχει ο μελισσοκόμος για τα πλάσματα αυτά, την αφοσίωσή του, την φροντίδα και την τρυφερότητα. Να σημειωθεί εδώ πως η ιστορία της ύπαρξης της μέλισσας πάει πολύ πίσω στον χρόνο, εικάζεται ότι ζει πάνω στον πλανήτη εδώ και τουλάχιστον 15 εκατομμύρια χρόνια και εναπόκειται σε εμάς να της εξασφαλίσουμε την βιωσιμότητά της για τα επόμενα πολλά χρόνια. Δεν εξασφαλίζουμε μόνο τη δική της βιωσιμότητα γιατί από την ασφαλή επιβίωσή της εξαρτάται και η δική μας, διότι δίχως την μέλισσα που είναι κύριος μοχλός και κινητήριος δύναμη ζωής, ο άνθρωπος θα βρεθεί σε μεγάλα αδιέξοδα.
Τα λόγια του Νούρι είναι χαρακτηριστικά: “Νοιαζόμουν για τις μέλισσες, τις φρόντιζα, παρακολουθούσα με όργανα τις κυψέλες για τυχόν προσβολή από παράσιτα ή άλλες ασθένειες. Μερικές φορές έφτιαχνα καινούριες, διαιρούσα τις αποικίες ή ανέτρεφα βασίλισσες – έπαιρνα τις προνύμφες από μια άλλη αποικία και παρατηρούσα καθώς οι τροφοί τις τάιζαν με βασιλικό πολτό”. Ενισχύεται λοιπόν πόσο πολύτιμη είναι η μέλισσα, η οποία συλλέγοντας γύρη από τα λουλούδια, παράγει με μία διαδικασία που μοιάζει με αρχαία ιεροτελεστία το υπέροχο μέλι, το μοναδικό βασιλικό πολτό, την πρόπολη και το κερί, συστατικά που χρησιμοποιούνται για να παραχθούν και καλλυντικά. Και αναμφίβολα, το μέλι που δεν χαλάει ποτέ είναι μία τροφή υψηλής θερμιδικής αξίας, μία τροφή σχεδόν θεϊκή, που δίνουμε κυρίως στα παιδιά.
Στην πορεία της αφήγησης, είναι έκδηλη η αγωνία και η ανησυχία για τα όσα μέλλουν να συμβούν από την Τουρκία όπου καταλήγουν μετά από ένα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι, ύστερα στην Λέρο όπου είναι ο ενδιάμεσος σταθμός μέχρι να βρεθούν στην Αθήνα όπου ζουν υπό άθλιες συνθήκες, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι πρόσφυγες ερχόμενοι από διάφορα μέρη του κόσμου. Η κατάσταση είναι δραματική και τα όσα η συγγραφέας αφηγείται αποτυπώνουν όλο το φάσμα και την εμπειρία των ανθρώπων αυτών που βρέθηκαν στο ναδίρ, να αναζητούν νερό και τροφή για να επιβιώσουν. Η ιστορία του μικρού Μοχάμεντ, για τον οποίο διαβάζουμε εμβόλιμα και τον οποίο προσπαθούν να φροντίσουν ως δικό τους παιδί ο Νούρι και η Άφρα, είναι και αυτή με τη σειρά της πολύ συγκινητική, είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα παιδιών που βρέθηκαν χωρίς γονείς, να επιβιώνουν μόνα τους και να ζουν το δικό τους δράμα παράλληλα με εκείνο των ενηλίκων.
Η ιστορία όμως του Νούρι και της Άφρα δυστυχώς δεν τελειώνει εκεί, παλεύουν στην Αγγλία όπου τελικά θα βρεθούν, για να τους δοθεί άσυλο και να μπορέσουν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή από το μηδέν, μήπως και νιώσουν πως είναι κάποιοι και έχουν ανθρώπινη υπόσταση. Η απογοήτευση και ο φόβος είναι έκδηλα στα πρόσωπά τους και η συγγραφέας τόσο υπέροχα και γλαφυρά μας προσφέρει τη δυνατότητα να τους γνωρίσουμε και με κάποιον τρόπο να γίνουμε και εμείς κοινωνοί της προσπάθειάς τους να βρουν μια νέα πατρίδα, να δουλέψουν και πάλι, δυστυχώς όμως όχι όπως παλιά. Γιατί η μελισσοκομία ήταν για τον Νούρι μια εργασία ζωής, ακριβώς όπως ήταν και η ζωγραφική για την Άφρα που παρά το πρόβλημα όρασης που είχε, κατάφερνε να διαπρέπει και τα έργα της να αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων στο Χαλέπι όπου ζούσαν. Το βιβλίο αποτελεί φόρο τιμής στους ανθρώπους αυτούς που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους για λόγους που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, από τα πολιτικά τερτίπια μιας ολιγαρχίας που ζητούσε μόνο αίμα και θλίψη.
“Όπου υπάρχουν μέλισσες, υπάρχουν λουλούδια, και όπου υπάρχουν λουλούδια, υπάρχει καινούρια ζωή και ελπίδα”
“Είναι εκπληκτικό το πώς αγαπάμε τους ανθρώπους από τη μέρα που γεννιούνται, πώς κρατιόμαστε πάνω τους σαν να κρατιόμαστε από την ίδια τη ζωή”