Ο Μωπασάν γράφει σε έναν 19ο αιώνα, ο οποίος είναι γεμάτος κοινωνικές ανισότητες, ισορροπίες οικογενειακές που δίχως αμφιβολία συστέλλονται και διαστέλλονται. Οι συνθήκες που βιώνουμε μέσω των βιβλίων του προκύπτουν από γεγονότα και καταστάσεις πραγματικές που δεν μπορούμε και δεν γίνεται να ωραιοποιήσουμε, ο συγγραφέας επισημαίνει παραλείψεις και κοινωνικές ατασθαλίες και μας καθιστά μέτοχους ενός προβλήματος που έχει μεν λύσεις αλλά εναπόκειται σε εμάς να τις βρούμε. Εμείς οι άνθρωποι του σήμερα, των δύο αιώνων αργότερα, απλά ανακαλύπτουμε πόσο επίκαιρος είναι ο Maupassant και πόσο αγγίζει τα κοινωνικά δρώμενα του σήμερα, τα οποία είναι σφόδρα επισφαλή και αναστρέψιμα. “…η ζωή είναι ένας λόφος, όσο ανεβαίνεις κοιτάζεις την κορυφή και χαίρεσαι, αλλά όταν φτάσεις επάνω, βλέπεις άξαφνα την κατηφόρα, και το τέλος, που είναι ο θάνατος”.
Ο κόσμος της αμφιβολίας και η ταραγμένη ψυχή του νατουραλιστή συγγραφέα
Ο Γάλλος συγγραφέας μπορεί σε κάποιες στιγμές να σπέρνει τη θλίψη και τη λύπη, την απαισιοδοξία και τη μαυρίλα, παράλληλα όμως, φροντίζει να πασπαλίζει τις ζωές των ηρώων του με τον ρομαντισμό και τον ερωτισμό όταν πρόκειται να μας εκμυστηρευτεί το τι συμβαίνει πίσω από το παραβάν και τα παρασκήνια, εκεί όπου εισβάλει για να μην ξεφύγει τίποτα που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα ένα πράγμα ξένο προς την ίδια τη ζωή. Και όλα αυτά σαν τον ζαχαροπλάστη που έχει βάλει την τελευταία πινελιά για να μας πει την τελευταία του λέξη. Ο ρομαντικός αυτός συγγραφέας που με την γραφή του έχει θεσπίσει μία δική του σχολή, δεν προσπαθεί με τη γραφή του να επιβάλλει μία νεφελώδη και άνευ λόγου πολυπλοκότητα για να προσδώσει στο μυθιστόρημά του έναν ελκυστικό χαρακτήρα.
Τρεις ιστορίες εμπεριέχονται σε αυτήν την πολύ φροντισμένη έκδοση, η οποία μάλιστα διαθέτει μια εξαιρετική εικονογράφηση από τον Αργεντίνο σχεδιαστή Mauro Cascioli. Μία εκ των οποίων είναι το περίφημο και τόσο διάσημο διήγημα του Οξαποδώ, μια ιστορία υπερφυσική αλλά ενταγμένη στις πολλές αλλαγές που επιτελούνται τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και στην ψυχοσύνθεση του ίδιου του συγγραφέα. Ο Μωπασάν σε αυτό το διήγημα περιγράφει μια περίεργη μορφή, ιδιόμορφη και εξωπραγματική συνυφασμένη με τις προσωπικές ψυχικές εντάσεις του ίδιου του συγγραφέα. Το άυλο αυτό πρόσωπο πολιορκούσε τα βράδια του και τον κυνηγούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν μια μαύρη σκιά όμοια με τα φαντάσματα που έβλεπε ο Γκόγια στα όνειρά του ή μάλλον στους εφιάλτες του για να είμαι πιο ακριβής. Τελικά τι ήθελε να μας πει με το πλέον εμβληματικό του διήγημα; Τι βρισκόταν πίσω από το πέπλο μυστηρίου αυτής της φιγούρας, ποιο μυστήριο κατοικούσε την ψυχή του; Από ποιες οδύνες ή ποια αδιέξοδα έψαχνε να ξεφύγει και να δώσει λύση στους άλυτους γρίφους; O Λέων Τολστόι γράφει για τον Μωπασάν και τον υμνεί: «Δεν ξέρω άλλον συγγραφέα που να πίστευε το ίδιο ειλικρινά με τον Μωπασσάν πως καθετί καλό, πως όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στη γυναίκα, στον έρωτα, ούτε άλλον που να περιέγραψε τη γυναίκα και τον έρωτα με τέτοιο πάθος και απ’ όλες τις απόψεις {…}». Η σφαίρα της ανθρώπινης περιγραφής είναι για τον Μωπασάν ό,τι και το ψυχογράφημα για τον Ντοστογιέφσκι.
Στα διηγήματά του, όπως και στα μυθιστορήματά του, ο αναγνώστης διακρίνει έντονη την μελαγχολία του αστικού τοπίου, το οποίο μέσα από την αφήγησή του Μωπασάν παίρνει χρώμα, κάτι σαν έναν πίνακα του σύγχρονού του Εντουάρντ Μανέ. Οι περισσότερες ιστορίες του Γκυ ντε Μωπασάν πραγματεύονται τη ζωή στην πόλη, στην εργασία, στο σπίτι αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις εξάρσεις της, τις διακυμάνσεις της, την αστάθειά τους, ακριβώς έτσι όπως τις βίωσε ο ίδιος μέσα από την ίδια του ζωή, την πολυτάραχη, την πολύχρωμη και τη μυθιστορηματική κατά μία έννοια. Μαθητής του Φλωμπέρ, ο οποίος τον ενέταξε στους κύκλους της διανόησης και φρόντισε να τον κάνει γνωστό στο γαλλικό φιλαναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας με την ιμπρεσσιονιστική γραφή που είναι πλούσια σε περιγραφές, σκιάσεις και συναισθήματα, αποτέλεσε έναν κρίκο μεταξύ κοινωνίας και λογοτεχνίας.
Eισέρχεται στα άδυτα του ήρωά του για να ρίξει φως στις άγνωστες και αδύναμες πτυχές του, να φωτίσει το δρόμο προς την επιτυχία ή την αποτυχία του με την διαφορά πως μέσα από το δικό του χρονικό δεν θα βρούμε την σκληρότητα με το ίδιο πρόσωπο που θα συναντήσουμε στους Αδελφούς Καραμαζόφ, ο Μωπασάν είσαι πιο μαλακός, πιο ήπιος, πιο ρομαντικός ακόμα και όταν όλα καταρρέουν γιατί ως Γάλλος έχει άλλον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Οι ιστορίες που συναντάμε εδώ έχουν το μικρόβιο του φόβου, της αμφιβολίας, της αγωνίας και της ανησυχίας των ανθρώπων για τη ζωή μετά τη ζωή αφού πολλοί πιστεύουν πως ο θάνατος είναι μια νέα ζωή ή ακόμα περισσότερο πως η ζωή ξεκινά ουσιαστικά μετά τον θάνατο. Είναι ιστορίες βουτηγμένες στην υπερβολή και το μεταφυσικό στοιχείο διότι πάντα το άγνωστο και το μυστηριώδες σαγήνευαν τον άνθρωπο, ο οποίος και διαχρονικά έψαχνε να βρει ανύπαρκτες απαντήσεις σε δύσκολες ερωτήσεις. Και στα τρία διηγήματα, ο αναγνώστης ανακαλύπτει έναν δεξιοτέχνη Μωπασάν που διεισδύει στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής προσπαθώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα.
“Πόσο θα ήθελα να τη γνωρίσω, να τη δω, τη γυναίκα που διάλεξε εκείνο το εξαίσιο και σπάνιο στολίδι! Είναι νεκρή!”
“Ξέρω κι εγώ κάτι παράξενο, τόσο παράξενο που έγινε η εμμονή της ζωής μου. Πάνε τώρα πενήντα έξι χρόνια που μου συνέβη τούτη η περιπέτεια, και δεν περνά ούτε μήνας χωρίς να την ξαναδώ σε όνειρο”