Ο περίφημος, εκκεντρικός και πολύ πρωτοπόρος Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει χαρακτηριστικά πως δεν έχω να δηλώσω τίποτα (στο τελωνείο) εκτός από την ιδιοφυΐα μου. Αυτή η φράση αποτυπώνει ανάγλυφα και πολύ συνοπτικά το άγνωστο αυτό στο ευρύ κοινό έργο, τον Τζοβάνι Επίσκοπο. Είναι το έργο ενός επίσης εκκεντρικού και αμφιλεγόμενου, λόγω και των πολιτικών του πεποιθήσεων, Ιταλού συγγραφέα που όμως με έναν κεραυνό αφήγησης που στάζει άκρατο ερωτισμό παραδίδει σε όλους εμάς ένα σύγγραμμα απλής αφήγησης. Είναι όμως συνάμα ένα κείμενο εξαιρετικής διαύγειας και συνταρακτικής λεπτομέρειας σε βαθμό που ο αναγνώστης αφήνεται, όχι άδικα, πελαγωμένος σε μία θάλασσα συναισθημάτων που αφρίζουν στα κύματα της ιδιοσυγκρασίας και της προσωπικότητας του πρωταγωνιστή που αν διαβάσει κανείς το βιογραφικό του συγγραφέα θα διερωτηθεί εύλογα αν όλα αυτά δεν είναι κατά βάθος αποκυήματα ή και βιώματα της ζωής του ίδιου του γράφοντος.
Μπλεγμένος στα δίχτυα ενός έρωτα χωρίς αντίκρυσμα παλεύει να ξεφύγει από την φουρτούνα του
Ο ίδιος ο Ντ’ Ανούντσιο γράφει επεξηγηματικά ως προς την σύλληψη της ιδέας αυτού του βιβλίου απευθυνόμενος σε μια κυρία και με μια διάθεση εξαιρετικά περιπαικτική μα και ταυτόχρονα ρομαντική: “Σ’εσάς, κυρία, σ’ εσάς, που αναζητώντας το άριστο, δίνετε στην Ιταλία το παράδειγμα μιας εργατικότητας τόσο ανδροπρεπούς, αφιερώνω λοιπόν ένα ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε ως ένδειξη της πρώτης ενστικτώδους προσπάθειας ενός ανήσυχου τεχνίτη ͘ ο οποίος νιώθει τέτοιο πάθος για την Τέχνη, που δεν καταδέχεται τον θάνατο”. Και πραγματικά τα όσα αναφέρει καθρεφτίζουν και το ποιόν του ίδιου καθώς το σπίτι στο οποίο έμενε ήταν ένα έκθεμα από μόνο του με όλα τα περίεργα αντικείμενα που είχε στη συλλογή του. Η αγάπη του για την τέχνη δεν θα περιοριστεί μόνο εκεί όμως, το όνομα Τζινέβρα που δίνει στην ηρωίδα του είναι μια καθαρή αναφορά στο μεγαλείο ενός σπουδαίου Ιταλού της Αναγέννησης που ακούει στο όνομα Λεονάρντο ντα Βίντσι και την υπέροχη προσωπογραφία της Τζινέβρα ντε Μπέντσι υποστηρίζοντας έτσι και την αγάπη του για την Ιταλία και την ιταλικότητα.
Το κείμενο δεν κρύβει παγίδες, παγίδα είναι η ίδια η ζωή του Τζοβάνι Επίσκοπο, αυτού του άνδρα που ο έρωτας και η απογοήτευση, η χαρά και η λύπη, το βάσανο και η λύτρωση κινούνται σε παράλληλη τροχιά και σαν ένας άλλος Ντόριαν Γκρέυ προσπαθεί να σωθεί από την ίδια του την μοίρα, ν’ απελευθερωθεί από τα δεινά που μαστίζουν το μυαλό και την συνείδησή του. Η μοίρα αυτή διαγράφεται από την ανέμελη ζωή την οποία και διέπει, κατακερματισμένος όμως από τις επιθυμίες του για έρωτα, για πάθος και βέβαια για ηδονή. Δέσμιος των συναισθημάτων του και φυλακισμένος από την λατρεία του για μία συγκεκριμένη γυναίκα, την Τζινέβρα βυθίζεται, αναδύεται και ξανακυλάει στον βούρκο της σαγήνης της, της αποδοχής και ύστερα της απόρριψης καθιστώντας τον έρμαιό της και αλυσοδεμένο αγρίμι που διψάει για έρωτα, θυμίζοντας καράβι που ψάχνει να βρει νηνεμία στην παλίρροια της ψυχής του και θηρίο που αναζητά διακαώς να απαγκιστρωθεί από την καταιγίδα και την λαίλαπα των ίδιων του των πόθων για εκείνη. Καταφύγιο για αυτήν την ταραγμένη και θυελλώδη σχέση, για το γεγονός πως η Τζινέβρα δεν αγαπά μόνον εκείνον είναι η αγάπη που για το παιδί που κυοφορεί η Τζινέβρα. Στην πορεία όμως κατανοεί πως πλανάται πλάνη οικτρά θεωρώντας πως μπορεί να ξεχάσει την Τζινέβρα και την γοητεία της μέσα από την αγάπη που τρέφει για αυτό το μικρό πλάσμα.
Στην πραγματικότητα, ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται, απογειώνεται εν ριπή οφθαλμού και προσγειώνεται ανώμαλα στον διάδρομο της έλξης για έναν έρωτα ανίκητο που κάθε μέρα τον αφυδατώνει. Αδυνατεί να παραδώσει τα όπλα, δεν εγκαταλείπει το πεδίο μάχης αλλά η μαχητικότητα του στο μέτωπο της επανακατάκτησης της Τζινέβρα δεν βρίσκει αντίκτυπο και αυτό είναι μαχαιριά πισώπλατη για αυτόν που εκλιπαρεί για ένα της φιλί και για ένα της βλέμμα. Ο Ντ’Ανούντσιο, ουσιαστικά μας προσφέρει τις δικές του ερωτικές ανησυχίες ντυμένες και ραμμένες στο κουστούμι του Τζοβάνι Επίσκοπο, μιας και ο ίδιος βρίσκεται με αυτό το βιβλίο, ο πρωταγωνιστής είναι ένας άλλος του εαυτός. Αυτός ο εαυτός βρίσκεται να θαλασσοδέρνεται και να αναλώνεται σε ανεκπλήρωτους έρωτες και ατελέσφορες συναναστροφές με γυναίκες που τον καταστρέφουν και τον ανυψώνουν, εκείνες τον παρασέρνουν και αυτός τις διεκδικεί σε μία ατελείωτη φαρσοκωμωδία συναισθηματικής και σαδομαχιστικής φύσεως, όπως αυτή που έχει περιγράψει στα βιβλία του ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ.
Ο Ντ’ Ανούντσιο εμμέσως πλην σαφώς, και αυτό τεκμηριώνεται από τον ρου της αφήγησης και την εξαιρετική και απαράμιλλη καταγραφή των γεγονότων που μας ξεδιπλώνει, έρχεται να ταράξει τα λογοτεχνικά νερά γιατί μιλάει κατευθείαν στην γλώσσα της ανθρώπινης παλινωδίας, γλωσσοπλάστης και σκαλιστής της εσωτερικής γαλήνης ή ανατροπής. Αν και η νουβέλα ενέχει το ερωτικό στοιχείο έχει πολλά στοιχεία από έναν συγγραφέα που χρησιμοποιεί την πλοκή για να στοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη φύση, να αναδείξει το πάθος και το βάσανο ενός ανθρώπου που ταλανίζεται από τον έρωτα όπως ο πρίγκιπας Μίσκιν από την αμφιβολία του είναι του. Στο εξαιρετικό επίμετρο του βιβλίου διαβάζουμε από τον Τζάνι Ολίβα την ενδιαφέρουσα παρατήρηση: “Μέσα από την εξαρθρωμένη αφήγηση αναδύεται η ιστορία ενός ηττημένου, ενός ανθρώπου που γεννήθηκε σκλάβος και, παρ’ όλες τις προσπάθειες του, δεν καταφέρνει να χειραφετηθεί”. Να σημειωθεί τέλος πως την εξαιρετική μετάφραση επιμελήθηκε άρτια η Σοφία Αυγερινού και της αποδίδονται τα εύσημα.
“Ξέρετε εσείς τίποτε πιο βαθύ, πιο ελκυστικό, πιο σκοτεινό; Πείτε μου, πείτε μου: Ποιο πράγμα ανάμεσα σ’ όλα τα ανθρώπινα είναι πιο θλιβερό από το ρίγος που σε πιάνει μπρος στο αντικείμενο του απελπισμένου σου πάθους;”
“Κάποιες στιγμές, ο Θεός να με συγχωρέσει, ένιωθα πως είχα μέσα μου κάτι από τον Ιησού. Υπήρξα ο αθλιότερος και ο αγαθότερος των ανθρώπων”