Στον πυρετό του χάους και της αναρχίας κινούνται οι ήρωες του Μπάροουζ, μέσα σε υπόγειες στοές ανομίας και ανηθικότητας που μοιάζει να έχουν πλημμυρίσει τα σωθικά των πόλεων και έχουν παρασύρει και τους ανθρώπους που τις κατοικούν. Ο Μπάροουζ περιγράφει μέσα στις ιστορίες του έναν κόσμο αλλόκοτο και απόκοσμο, μια κοινωνία σε πλήρη σήψη, ένα σύμπαν κοινωνικό εκτός πλαισίου κανονικότητας βουτηγμένο στην ασυδοσία και την παραβατικότητα, έναν κόσμο δίχως αύριο και δίχως μέλλον. Η γραφή του Ουίλλιαμ Μπάροουζ είναι καταιγιστική, είναι από μόνη της μοναδική γιατί μοιάζει να επιπλέει στα όρια της τρέλας και της παρανοϊκότητας. Μα μήπως οι ίδιες οι κοινωνίες, έτσι όπως έχουν ασύμβατα διαμορφωθεί και τα ίδια τα γεγονότα δεν οδηγούν τον σύγχρονο άνθρωπο στα πιο βαθιά σκοτάδια και τις πιο ανορθόδοξες πράξεις, μακριά από κάθε λογική και ορθολογισμό;
Στον πυρετό της συγγραφικής δημιουργίας ξεπηδούν πρόσωπα άλλων παράξενων κόσμων
Ο ίδιος ο Μπάροουζ όπως και ο Μοντιλιάνι υπήρξε εκτός από συγγραφέας και ζωγράφος, μέλος μιας γενιάς που μεσουρανούσε τη δεκαετία του ’50 και του ’60 στις ΗΠΑ. Ο ίδιος έμεινε πιο πολύ γνωστός για το συγγραφικό του έργο μα και για τα σενάρια που έγραφε, ωστόσο η ενασχόλησή του με τις καλές τέχνες και όντας στον περίγυρο μιας ομάδας καλλιτεχνών μπόρεσε να δει από κοντά και να κατανοήσει τα όσα συνέβαιναν σε μια κοινωνία καταπιεσμένη που προσπαθούσε να βρει διεξόδους στα πολλά και διάφορα αδιέξοδα. Ο ίδιος ήταν μάλιστα χρήστης οπίου και πολλοί από τους χαρακτήρες, για τους οποίους μας μιλάει και μας τους περιγράφει τόσο σε αυτές τις τόσο χαρακτηριστικές και αντιπροσωπευτικές του ύφους του ιστορίες μα τόσο και σε άλλα μυθιστορήματα, είναι εμπνευσμένοι από τον εαυτό του και την επήρεια των ουσιών.
Οι ήρωές του μοιάζουν με ανδρείκελα του Ντε Κίρικο, μορφές άμορφες που μοιάζουν καθηλωμένες σε ένα κακό δίχως τέλος, είναι πρόσωπα και άτομα στη δίνη ενός ατελέσφορου διαδρόμου διαβολικών πράξεων και βουτηγμένοι στη δική τους πραγματικότητα. Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας είναι μέρος μιας τριλογίας όπου ο Μπάροουζ με καυστικό, ιλαρό και σκωπτικό τρόπο ασκεί τη δική του κριτική, με το δικό του μοναδικό τρόπο σε μια κοινωνία που ζει στα όρια της αποδρομής, σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι είναι αρρωστημένοι από τις διάφορες ψυχεδελικές τάσεις, ο νους είναι βαπτισμένος σε διάφορα ψυχωτικά σύνδρομα και είναι θύματα των ουσιών που καταναλώνουν και τους μεταμορφώνουν σε ζωντανά τέρατα που το μόνο που ξέρουν καλά είναι να διαπράττουν το κακό και να σπέρνουν τον πόνο. Μοιάζει να έχουν παροπλισμένη ή καθόλου συνείδηση, να είναι χαμένοι στις στοές του μυαλού τους, να αναζητούν την ίδια τους την υπόσταση.
Διακατέχονται από την απόλυτη ψυχεδέλεια και τον απόλυτο πανικό – που προέρχεται από τον θεό Πάνα όπως είναι ευρέως γνωστό – και αυτοί οι ήρωες και πρωταγωνιστές έχουν ως μοναδικό τους σκοπό και στόχο να κυκλοφορούν παρανόμως πολεμώντας κάποιους αόρατους και άγνωστους εχθρούς ενώ και οι ίδιοι έχουν μετατραπεί σε κατά συρροή δολοφόνους, είναι άρρωστοι ψυχολογικά και πνευματικά και σκοτώνουν ανθρώπους στο όνομα μιας αρρωστημένης ψυχαγωγίας που μοιάζει με βιντεοπαιχνίδι έχοντας πρώτα οι ίδιοι σκοτώσει τους εαυτούς τους μέσα σε έναν άκρατο παραλογισμό. “Ο θάνατος είναι ο βίαιος διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ο οργασμός είναι ταύτιση ψυχής και σώματος. Κατά συνέπεια, ο θάνατος τη στιγμή του οργασμού κυριολεκτικά δίνει υπόσταση στον θάνατο. Επιπλέον δημιουργεί ένα πνεύμα καθηλωμένο στη γη – ένα ηδονοθηρικό αρσενικό δαιμόνιο το οποίο έχει ως μοναδικό σκοπό την αναπαραγωγή του συγκεκριμένου είδους θανάτου”.
Ο θάνατος στη λογοτεχνία και την τέχνη δεν είναι κάτι νέο, αξίζει να θυμηθούμε εξάλλου τις γνωστές λιθογραφίες και τα χαρακτικά του Ντύρερ που απεικόνιζε τον θάνατο ως σκελετό πάνω σε άλογο έτοιμο να θερίσει ανθρώπους ή ακόμα τις περίφημες απεικονίσεις του θανάτου σε πίνακες της πρώιμης Αναγέννησης τότε που η πανώλη, η χολέρα και η πανούκλα θέριζαν τις ζωές των ανθρώπων και ο πέλεκυς του διαβόλου έπεφτε βαρύς πάνω από τις κοινωνίες. Τέτοιες εικόνες μακάβριες βρίσκουμε στα εκκεντρικά κείμενα του Μπάροουζ και τα περισσότερα είναι αυτοβιογραφικά καθώς έκανε χρήση οπίου τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής του, κάτι που τον επηρέασε τόσο στο ζωγραφικό όσο και φυσικά στο συγγραφικό του έργο. Είναι άλλωστε και μια περίοδος έντονων πολιτικών και κοινωνικών πιέσεων και ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να αποσυμπιεστεί μέσα από διαφορετικές διόδους, πολλές φορές επικίνδυνες και απαγορευμένες.
Στις ιστορίες αυτές εμπλέκονται ανθρώπινα όντα αλλά και φιγούρες, μορφές ανθρώπων που μοιάζουν να ανήκουν σε μια άλλη, σχεδόν εξωγήινη στρατόσφαιρα με τον πόλεμο για παράδειγμα εναντίον κάποιων μεταλλαγμένων να έχει πάρει διαστάσεις πολεμικές. Το παράλογο και το μεταφυσικό, το παραμορφωμένο όνειρο που γίνεται σιγά σιγά εφιάλτης πρωταγωνιστεί και μοιάζει να κερδίζει έδαφος, εκεί όπου υπάρχουν και επικρατούν φωνές μίσους και δολοφονικές έτοιμες να κάνουν τα πάντα για να υπερισχύσουν. Ο λόγος του Μπάροουζ είναι πραγματικά καθηλωτικός και ο αναγνώστης σχεδόν αγχώνεται μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζει με λαβύρινθο αναζητώντας την έξοδο, όσο όμως είναι εντός του κύκλου αυτού εισπράττει αυτή την αφηγηματική πανδαισία από ένα δεξιοτέχνη του λόγου που γνωρίζει καλά πως να κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο.
“…ορισμένοι θεωρούν πως μια επιλεκτική επιδημία είναι η πιο ανθρώπινη λύση στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού και των συνεπακόλουθων αδιεξόδων της ρύπανσης, του πληθωρισμού και της εξάντλησης των φυσικών πόρων”
“Διερωτώμαι από πού προέρχομαι, πώς έφτασα εδώ και ποιος είμαι. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αισθανόμουν ξένος στο χωριό όπου γεννήθηκα, στο Χάρμπορ Πόιντ”