Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στο βιβλίο του Η Κατάρρευση που δημοσιεύτηκε το 1936, τέσσερα χρόνια δηλαδή πριν τον ξαφνικό του θάνατο αναφέρεται στη δίνη, η οποία δημιουργήθηκε από το κραχ του 1929 και επέδρασε τόσο αρνητικά στις ζωές των ανθρώπων. Και αυτό γιατί δεν πρόκειται απλά και μόνο για μία οικονομική κατάρρευση, αυτό που έλαβε χώρα ως γεγονός και οδήγησε πολύ κόσμο στην απόλυτη καταστροφή ήταν κυρίως η ψυχολογική κατάρρευση και η πλήρης διάλυση μιας μεσαίας τάξης που πριν λίγα μόλις χρόνια ζούσε το όνειρο της απόλυτης ευτυχίας. Η ευτυχία όμως αυτή δεν ήταν παρά ένα όνειρο θερινής νυκτός και μια ουτοπική ψευδαίσθηση καθώς η πεποίθηση πως το χρήμα θα συνεχίζει να ρέει άφθονο ήταν ένα πολύ καλογραμμένο παραμύθι χωρίς καλό τέλος.
Ένας ολόκληρος κόσμος σε αποδρομή ενώ κάποιοι λίγοι ζουν σε ένα σύννεφο που σε λίγο θα φέρει καταιγίδα
Αυτό το βιβλίο του Φιτζέραλντ μοιάζει πολύ προφητικό, σαν μία προανακοίνωση του πρόωρου θανάτου του, μια κάποια αποδοχή ενός προαναγγελθέντος τραγικού γεγονότος που δεν είναι άλλο από την αποχώρηση από αυτόν τον μάταιο τούτο κόσμο. Τα όσα περιγράφονται στην Παρακαταθήκη δεν απέχουν από τα όσα έγραφε δεκαετίες πριν ο σπουδαίος Αμερικανός καθώς ο Ντίαζ μας προσφέρει ένα χρονικό μιας από εκείνες τις οικογένειες που πλούτισαν και έδρασαν εκείνη την περίοδο. Περιγράφονται λεπτομερώς οι ασύστολες δαπάνες και τα έξοδα ενός ζευγαριού που είχε την ψευδαίσθηση πως η ευτυχία κερδίζεται μέσα από την οικονομική ευμάρεια, μα δεν είναι έτσι ακριβώς όταν η δυστυχία έρχεται να χτυπήσει από την πίσω θύρα. Το χρήμα φέρνει χρήμα και το κέρδος μπορεί και αυγατίζει δίχως να κοιτάει τη δυστυχία των άλλων, όχι όμως χωρίς κάποιο τίμημα. Γιατί κανένα χρήμα δεν μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια, αυτήν που χτύπησε ως κεραυνός εν αιθρία την σύζυγο του πρωταγωνιστή Άντριου Μπέβελ.
Η αφηγήτρια που ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας των μεγιστάνων σκιαγραφεί όλο αυτό το πλαίσιο δράσης ανθρώπων που ζούσαν σε ένα δικό τους προσωπικό μικρόκοσμο, σε μια φούσκα δίχως όρια. Το ζευγάρι που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο του Ντίαζ είναι απλώς ένα παράδειγμα εκείνων που εκμεταλλεύτηκαν τις συγκυρίες για να πλουτίσουν και στη συνέχεια να διατηρήσουν τα κεκτημένα ενώ ο κόσμος γύρω τους βρισκόταν στην απόλυτη ένδεια. Η περίπτωση της προσωπικότητας της Μίλντρεντ Μπέβελ που έφυγε νωρίς από καρκίνο είναι το θέμα του βιβλίου της νεαρής δακτυλογράφου, η οποία και προσελήφθη από τον μεγιστάνα Άντριου Μπέβελ για να γράψει μαζί του ένα βιβλίο ενάντια στα όσα ισχυριζόταν στο δικό του βιβλίο ο μισητός από τον Άντριου Μπέβελ κύριος Βάνερ. Η δακτυλογράφος θυμάται τα δύσκολα χρόνια με τον άρρωστο πατέρα της και όλα εκείνα που την οδήγησαν να αποδεχτεί αυτήν την άχαρη εργασία. Όλα αυτά διαδραματίζονται ενώ η κοινωνία καταρρέει και αξίζει κάποιος να σκεφτεί πόσο μικροπρεπής και μικρόψυχος γίνεται ένας άνθρωπος που τον φθείρει το χρήμα και ο πλούτος.
Η γραφή και η αφήγηση του Ντίαζ μας γυρίζουν πίσω σε μια περίοδο τόσο κρίσιμη και είναι αυτός ο απόηχος μιας σκληρής εποχής που εγκιβωτίζεται τόσο επιτυχημένα και με τέτοιο εύστοχο τρόπο που ο αναγνώστης έχει την εντύπωση πως ο συγγραφέας έζησε ο ίδιος τα γεγονότα και ήταν παρών στις τότε εξελίξεις. Η αφηγήτρια μετατρέπεται σε έναν εξαιρετικό και ευφυή Δούρειο Ίππο μεταφέροντάς μας πίσω στον χρόνο για να γνωρίσουμε όλα αυτά που διαβάζουμε στα βιβλία εκείνης της εποχής, είτε πρόκειται για ιστορικά είτε για βιβλία λογοτεχνικά, όπως αυτά του Φιτζέραλντ. Ο τελευταίος εξάλλου είναι ο άνθρωπος που έζησε κάποια από τα πιο ξέφρενα χρόνια ανεμελιάς και ευδαιμονίας τη δεκαετία του ’20 ζει ξαφνικά και δίχως να το περιμένει την απόλυτη κατάρρευση από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μετά, κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει με το περίφημο κραχ του 1929 στην Αμερική και βρήκε τον συγγραφέα και την κοινωνία σε οικονομικό τέλμα.
Σε κάθε περίπτωση είναι απόλυτα οδυνηρό και επώδυνο να μετατρέπεται η κινούμενη γιορτή για την οποία έγραφε ο Χέμινγουεϊ σχετικά με το Παρίσι σε ένα πένθιμο εμβατήριο και σε μία νοσταλγία για τα χρόνια που δεν γυρνάνε πια. Ο συγγραφέας Ντίαζ έχει απόλυτο δίκιο όταν γράφει πως “επειδή τίποτα στη φύση δεν είναι σταθερό, κανείς δεν μπορεί απλώς να διατηρήσει ό,τι έχει. Όπως ακριβώς και όλοι οι υπόλοιποι ζωντανοί οργανισμοί, είτε ακμάζουμε, είτε παρακμάζουμε. Αυτός είναι ο θεμελιώδης νόμος που κυβερνά ολόκληρη τη σφαίρα της ζωής”. Το ημερολόγιο της Μίλντρεντ Μπέβελ και οι τελευταίες της ημέρες μοιάζουν με ένα μέτωπο στρατιωτικό που πάει να διαλυθεί και γίνονται απέλπιδες προσπάθειες για να σωθεί ό,τι σώζεται. Η ίδια προσπαθεί να βάλει μια πινελιά αισιοδοξίας σε αυτό που περνά και παρά την οικονομική άνεση το τέλος είναι μια επώδυνη και οδυνηρή διαδικασία.
Το κραχ του 1929 αποτέλεσε θεωρητικά και πρακτικά το επιστέγασμα μίας χιονοστιβάδας και κατρακύλας που κανείς δεν προέβλεψε και το αμερικανικό όνειρο βυθίστηκε στα έγκατα της γης αφήνοντας πίσω συντρίμμια και κατάθλιψη στον κόσμο. Η παρακαταθήκη είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που έρχονται να θυμίσουν πως ουδείς είναι άτρωτος και ουδείς ανώτερος κάποιου άλλου, όσο μεγάλη και αν είναι η οικονομική επιφάνεια, κάθε παρακαταθήκη θα βρεθεί στη θέση που της αξίζει αφού ο χρόνος και η ιστορία είναι αναμφίβολα και αδιάκριτα αμείλικτα και κανείς δεν ξεφεύγει από εκείνα που υπαγορεύει η μοίρα και το πεπρωμένο.
“Η αποτυχία του δεν είχε ποτέ μετατραπεί σε πικρία, ούτε τον είχε αποτρέψει από το να αναζητά καινούργιους διαύλους”
“Η διαθήκη του ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της “παρακαταθήκης” του, όπως την ονόμαζε ο ίδιος – που ήταν και ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου στα απομνημονεύματά του”