“Έλληνες, ακόμη το Πολυτεχνείο είναι ελεύθερο και αγωνιζόμαστε. Τα στήθια μας είναι προτεταμένα στα πολυβόλα και στα τεθωρακισμένα που βρίσκονται μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου… Έλληνες, πρέπει να μάθετε την αλήθεια. Πρέπει να μάθετε πως τα παιδιά σας γεννήθηκαν λεύτερα, πως τα παιδιά σας θα ζήσουν ελεύθερα, πως τα παιδιά σας θα ζήσουν γιατί πιστεύουν στην προοπτική αυτού του τόπου… Ο ελληνικός λαός μάχεται και αγωνίζεται” είναι μερικά από τα λόγια του εκφωνητή Δημήτρη Παπαχρήστου, ο οποίος μέσα από τα μεγάφωνα που είχαν στηθεί στο Πολυτεχνείο απευθύνεται στον κόσμο και επισημαίνει την κρισιμότητα των ιστορικών στιγμών εκείνης της χρονικής περιόδου, μιλάει από καρδιάς και μέσα από την ψυχή του για τον αγώνα κατά της βαρβαρότητας και της ανελευθερίας. Ο Σταύρος Λυγερός, ξαναμιλά για εκείνες τις δύσκολες εβδομάδες και μέρες, το είχε ξανακάνει το 1977, και μας προσφέρει ένα χρονικό του τι συνέβη μέσα από τα όσα έζησε ο ίδιος, η μαρτυρία του είναι εμβληματική και διδακτική.
Το χρονικό μιας κομβικής εξέγερσης που άλλαξε ευτυχώς την πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από το έπος του Πολυτεχνείου, γιατί αναμφίβολα περί έπους πρόκειται. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν απλά ένα κίνημα περιορισμένο στα πλαίσια ενός φοιτητικού αγώνα, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την κατάλυση και την αποδρομή του δικτατορικού καθεστώτος, ήταν η αρχή του τέλους για την Χούντα των επονομαζόμενων Συνταγματαρχών, οι οποίοι και αποφάσισαν να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα εκμεταλλευόμενοι την πολιτική αστάθεια των προηγούμενων χρόνων. Στο βιβλίο αυτό καταγράφονται όλα τα στάδια από την σύσταση μιας Συντονιστικής επιτροπής, η οποία δεν ήταν από κανένα κόμμα ή κομματικό σχηματισμό υποκινούμενη αλλά ωθούμενη μόνο από την ανάγκη η χώρα να αποκτήσει και πάλι μια κανονικότητα μέχρι τις τελικές δραματικές ώρες της επίθεσης των τανκς. Επτά χρόνια δικτατορίας και φασισμού, επτά χρόνια ασφυκτικής καταπίεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επτά χρόνια εξορίας και βασανιστηρίων – μην ξεχνάμε τις πάμπολλες περιπτώσεις διώξεων φοιτητών, όπως περιγράφονται στο βιβλίο, και προσώπων όπως ο Αλέκος Παναγούλης, ο Ανδρέας Λεντάκης και τόσων άλλων – επτά χρόνια ασυδοσίας και εκφοβισμού, πραγματικής τρομοκρατίας.
“Έτσι γράφεται η Ιστορία. Πάντα στις δύσκολες καμπές είναι οι λιγότεροι που βάζουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για λογαριασμό και των περισσοτέρων. Κατά συνέπεια, η εκ του ασφαλούς “αντίσταση” των μεταπολιτευτικών χρόνων ήταν και αναμενόμενη και ο τρόπος των περισσοτέρων να ενταχθούν στο νέο ρεύμα” αναφέρει στον επίλογο ο Σταύρος Λυγερός κάνοντας τον απολογισμό και την αποτίμηση του τι πραγματικά υπήρξε το Πολυτεχνείο. Μέσα από την αφήγηση του βιβλίου αναδεικνύονται κρυφές και άγνωστες πτυχές ενός αγώνα που συγκλόνισε όχι μόνο το πανελλήνιο αλλά και την παγκόσμια κοινότητα, επρόκειτο για κάτι ιδιαίτερο, κάτι μοναδικό ως εγχείρημα. Το πείσμα, η επιμονή και η στοχοπροσήλωση μιας μεγάλης ομάδας φοιτητών που είχαν πια αποφασίσει πως έπρεπε να δράσουν συστηματικά και αποφασιστικά μπόρεσε να αποτρέψει από το να συμβούν όσα συνέβησαν σε άλλες χώρες όπως στην Ισπανία του Φράνκο και στη Χιλή του Πινοσέτ. Οι φοιτητές είχαν κατανοήσει πως μόνο με αντίσταση και μάλιστα σθεναρή, με θάρρος, πόνο και γενναιότητα παρά τα χτυπήματα από τους ασφαλίτες και άλλους υπερασπιστές του καθεστώτος θα μπορούσαν να χτίσουν άμυνα απέναντι στον εχθρό.
Οι φοιτητές δεν ήταν μέλη κάποιου αντάρτικου και δεν είχαν όπλα, όπλο μοναδικό ήταν ο λόγος τους, ο γνήσιος και έξω από στεγανά λόγος, ένας λόγος που ενοχλούσε και ήταν άκρως επικίνδυνος για την επιβίωση του καθεστώτος. Δεν είχαν τίποτα να χάσουν παρά μόνο να κερδίσουν και δεν είχαν ιδιοτελείς βλέψεις άσχετο αν πολλοί εκ των συμμετεχόντων απέκτησαν μετά πολιτική δράση μέσα από κόμματα και θέσεις ισχύος. Τότε, οι στιγμές ήταν κρίσιμες και τα γεγονότα καθόριζαν το παρόν αλλά και το μέλλον της ιστορίας του τόπου. Ο Σταύρος Λυγερός καθηλώνει τον αναγνώστη και ειδικά εκείνον, όπως εγώ, που δεν τα έζησε αλλά τα έμαθε μέσα από τα βιβλία ιστορίας και πολιτικής. Περιγράφει προσωπικές του στιγμές, όταν τον κυνηγούσαν διάφοροι παρακρατικοί για να τον συλλάβουν, τότε που αναγκαζόταν να κρύβεται σε διάφορα σπίτια και διαμερίσματα για να μην γίνει αντιληπτός, τότε που κοίταζε τα νώτα του στο δρόμο γιατί όλο και κάποιος τον παρακολουθούσε. Η ιστορία αναδεικνύει εκείνους τους λίγους που για λογαριασμό των πολλών μπαίνουν μπροστά και διεκδικούν παρασύροντας μαζί τους και τους υπόλοιπους που λίγο πριν δίσταζαν.
Στα σπλάχνα του κινήματος των φοιτητών υπήρχαν προστριβές και διενέξεις, συγκρούσεις και υπονομεύσεις από μια ομάδα φοιτητών που επιθυμούσε να λειτουργήσει ως Δούρειος Ίππος για τη Χούντα μα τελικά ποτέ δεν κατάφεραν να τορπιλίσουν όλο αυτό το αυθεντικό και αγνό κίνημα της πλειοψηφίας των φοιτητών που λαχταρούσαν να αποκτήσουν πίσω το δικαίωμα στην ελεύθερη φωνή και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Στο κίνημα των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων για να θυμηθούμε και το σύνθημά τους, προσέτρεξαν για βοήθεια πλήθος πολιτών και μαθητών, δημοκρατικοί πολίτες που το μόνο που ζητούσαν ήταν να απαλλαγούν από ένα βάναυσο και καταπιεστικό κλίμα ανελευθερίας που είχε εδραιωθεί σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, οι φοιτητές ήταν το δικό τους άρμα. Τα όσα περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο από τον Σταύρο Λυγερό είναι ανατριχιαστικά, είναι ενδεικτικά της δυναμικότητας αλλά και της κρισιμότητας των τότε συγκυριών. Όπως και να έχει πάντως η Ιστορία μίλησε και η Ελλάδα κατάφερε να σταθεί στα πόδια της μέσα από την θυσία των φοιτητών εκείνων που βασανίστηκαν, αγωνίστηκαν και κάποιοι εξ’ αυτών δυστυχώς πέθαναν στην πάλη για μια ελεύθερη πατρίδα.
“Κάτω από το βάρος των γεγονότων που αρχίζουν από την άνοιξη του 1972 και κλιμακώνονται τους πρώτους μήνες του 1973, η χούντα θα περιέλθει σε βαθιά κρίση, από την οποία δεν θα συνέλθει ποτέ”
“Στο Πολυτεχνείο δεν συγκρούστηκε ο στρατός με ένοπλους αντάρτες. Δεν υπήρξε, λοιπόν, στρατιωτικά νικητής και ηττημένος. Οι φοιτητές ήταν άοπλοι και αυτή ήταν η δύναμή τους. Η δικτατορία κατέστειλε την εξέγερση με τα όπλα και αυτό ακριβώς ήταν η ήττα της”