Πιστός υπηρέτης της τέχνης του λόγου, ο Τζορτζ Όργουελ, ο συγγραφέας του 1984 και της Φάρμας των ζώων, δεν σταματά να μας εκπλήσσει με την γλαφυρότητα του λόγου του, είναι καίριος ο λόγος του και είναι πάντα επίκαιρος στα ζητήματα που θέτει. Διαφορετικός από τα πιο γνωστά και εμβληματικά του μυθιστορήματα, όπως για παράδειγμα το βιβλίο αναφορά στον Ισπανικό εμφύλιο, Πεθαίνοντας στην Καταλονία, ο Όργουελ γράφει ένα μυθιστόρημα σχεδόν αυτοαναφορικό καθώς ο πρωταγωνιστής του είναι ο ίδιος συγγραφέας. Με οδηγό έναν από τους μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς παραμυθάδες, τον Κάρολο Ντίκενς, στον οποίο μάλιστα έχει αφιερώσει και ολόκληρη μελέτη, ο Όργουελ θέτει στο επίκεντρό του αυτή την φορά τη βρετανική τάξη πραγμάτων και τον άνθρωπο του μεσοπολέμου. Όπως ο Ντίκενς, έτσι και ο Όργουελ ασκεί μια ηθικολογική, δεν υπάρχει καμία εποικοδομητική πρόταση στο έργο του.
Ένας άνθρωπος των χαλεπών καιρών αναζητά την τύχη του μέσα στη δίνη της ιστορίας
Ο Όργουελ επανεφευρίσκει τον Ντίκενς στον εικοστό αιώνα καθώς περιγράφει τη βρετανική κοινωνία μέσα από το πρόσωπο του Γκόρντον Κάμστακ, του οποίου την προσωπογραφία φιλοτεχνεί μέσα από ένα μυθιστόρημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Είναι οι ιστορικές συγκυρίες, ο σοσιαλισμός και βέβαια ο πόλεμος που έχει ανατρέψει πολλά και ίσως ανατρέψει ακόμα περισσότερα και η ζωή του Γκόρντον τίθεται εν αμφιβόλω σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη και εύθραυστη, διότι εύθραυστη είναι και η ειρήνη στην Ευρώπη. Ο Γκόρντον είναι ο άνθρωπος του καιρού του, δια μέσω αυτού ο αναγνώστης ζει μια ολόκληρη εποχή ανασφάλειας όπου το χρήμα, στο οποίο αναφέρεται συνεχώς ο πρωταγωνιστής είναι το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο, από αυτό κρίνεται το παρόν και το μέλλον, με βάση αυτό ένας άνθρωπος είναι άξιο μέλος της κοινωνίας. Πρόκειται λοιπόν για μια είδους εσωτερική πάλη, για μια σκληρή δοκιμασία του Γκόρντον, ο οποίος παλεύει με το είναι του και την ανάγκη του να αποδείξει ότι αξίζει.
Πρόκειται για μια κοινωνική και ψυχολογική προσέγγιση του ανθρώπου που μαστίζεται από την αβεβαιότητα εκείνων των καιρών σε ένα Λονδίνο που θυμίζει πολύ εκείνο του Ντίκενς και των δικών του δύσκολων χρόνων, έτσι όπως ο ίδιος το κατέγραψε μέσα από τα δικά του γραπτά. Ο Όργουελ, ιμπρεσιονιστής και αυτός δηλαδή παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του – να σημειώσουμε πως στον ισπανικό εμφύλιο είχε σταλεί ως δημοσιογράφος για να καλύψει τον πόλεμο άρα έχει μέσα του το μικρόβιο – διαπιστώνει, όπως ακριβώς και ο Ντίκενς, πως η κοινωνία νοσεί έως τις ρίζες και ο Γκόρντον είναι το καλύτερο παράδειγμα μιας κοινωνίας που βαδίζει πάνω σε κινούμενο άμμο, με έναν πόλεμο, έναν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να πλησιάζει απειλητικά. Έχει περάσει πολύ πρόσφατα το μέγα κραχ του 1929 και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Βρετανίας βρίσκεται υπό κρίση και αυτό, τα απόνερα επηρεάζουν τις ζωές όλων.
Στο Λονδίνο του Όργουελ επικρατούν οι ίδιες δύσκολες συνθήκες και ένα κλίμα καταχνιάς και αμφιβολίας όπως στα μυθιστορήματα του Ντίκενς, αυτά τα συναισθήματα έχουν κατακλύσει τον ήρωά του, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στην απελπισία και την εσωτερική αγωνία μήπως και η αγαπημένη του Ρόζμαρι δεν τον θέλει πια αφού θα είναι πένης και οικονομικά αφερέγγυος. Καταβάλλεται από μια συνεχόμενη ηττοπάθεια που τον έχει κυριεύσει και όλο και κατακρημνίζεται όσες προσπάθειες και αν επιχειρήσει ο επιστήθιος φίλος του Ράβελστον. Του προσφέρουν σανίδα σωτηρίας και όμως εκείνος βυθίζεται σε ένα εγώ και σε δύο εαυτούς, σε έναν που θέλει να προχωρήσει και σε έναν άλλον πιο δυναμικό που τον κρατά πίσω. Ο Γκόρντον είναι ένας αδύναμος και τρωτός άνθρωπος, είναι ένας άνθρωπος της καθημερινότητας, οικείος και απόλυτα πραγματικός.
Είναι ένας συγγραφέας, όπως ακριβώς και ο δημιουργός του, ο ίδιος ο Όργουελ, και πασχίζει να γίνει γνωστός και να ζήσει από αυτό, τουλάχιστον το προσπαθεί. Μέσα στην εσωτερική μάχη που δίνει η γραφή μοιάζει να είναι η λύτρωσή του, το καταφύγιό του, σε αυτό καταφεύγει στις δύσκολες στιγμές του σε μια προσπάθεια να ορθοποδήσει. “Απόψε δεν θα έτρωγε. Δόξα τω Θεώ, είχε τουλάχιστον λάδι για τη λάμπα του: θα έφτιαχνε ένα λαθραίο φλιτζάνι τσάι μόλις έφτανε στο σπίτι του. Εκείνη τη στιγμή είδε τον εαυτό του και τη ζωή του χωρίς ψευδαισθήσεις. Κάθε νύχτα τα ίδια – πίσω στο κρύο μοναχικό δωμάτιο με τις βρόμικες, μουντζουρωμένες σελίδες ενός ποιήματος που δεν προχωρούσε βήμα. Αδιέξοδο. Δεν θα τελείωνε ποτέ τις Απολαύσεις του Λονδίνου, δεν θα παντρευόταν ποτέ τη Ρόζμαρι, δεν θα έβαζε ποτέ σε τάξη τη ζωή του. Θα βολόδερνε και θα βούλιαζε συνεχώς. Όπως οι συγγενείς του, και χειρότερα από αυτούς”.
Ο Όργουελ εστιάζει πολύ στη μεγαλοφυΐα και την εργατικότητα της μεσαίας τάξης, μέρος της οποίας είναι και ο Γκόρντον, ένας βιοπαλαιστής που μπορεί να αρνείται στην αρχή τη δουλειά από ισχυρό πείσμα στην πορεία όμως βρίσκει τον εαυτό του και την αποδέχεται γιατί είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει τόσο εκείνος όσο και η οικογένειά του. Στο ευρύτερο πλαίσιο, είναι αυτή η μεσαία τάξη, σε αυτήν ανήκει ο Γκόρντον, η οποία και οφείλει να αναλάβει τα ηνία της χώρας μέσα από έναν ρόλο πιο ενεργό στα πράγματα, σε αυτήν πιστεύει ο Όργουελ και σε αυτήν αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς. Με προφητική ματιά στο μέλλον και με επίγνωση των λόγων του ο Όργουελ ξεδιπλώνει τους στοχασμούς του ενώ αφηγείται και βέβαια ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα των ρημαγμένων από τους καιρούς ανθρώπους για να μπορέσει να δείξει το δρόμο της αλλαγής.
“Να τος, λοιπόν, ο Γκόρντον Κάμστακ, σε μια τρισάθλια σοφίτα, με ένα κρεβάτι γεμάτο κουρέλια, με τα πόδια του να φαίνονται μέσ’ από τις τρύπιες κάλτσες, να κυκλοφορεί ανάμεσα στον κόσμο με ένα σελίνι και τέσσερις πένες βδομαδιάτικο, με τρεις δεκαετίες πλέον πίσω του χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε, μα τίποτε απολύτως!”