“Είδα το Παρίσι περπατώντας το. Πώς βλέπεις μια πόλη όταν την περπατάς; Το οπτικό μου πεδίο άλλαζε συνέχεια, καθώς το εμπόδιζαν οι τοίχοι των κτιρίων ή απλωνόταν στον ανοιχτό χώρο των λεωφόρων, το διέκοπταν οι περαστικοί που έρχονταν προς την κατεύθυνσή μου, οι άμαξες που διέσχιζαν τον δρόμο μου, οι μεταλλικές κατασκευές των γεφυρών που λάμποντας στον ήλιο με θάμπωναν” γράφει για το έργο του ο επιφανής ζωγράφος Γκουστάβ Καγιεμπότ την προσωπογραφία του οποίου “φιλοτεχνεί” η συγγραφέας Ιζαμπέλ Ρίο Νόβο μέσα από μια πολύ ευρηματική αφήγηση καθώς η ίδια πρωταγωνιστεί ως η αφηγήτρια Συγγραφέας. Ο κόσμος της τέχνης των ιμπρεσιονιστών έχει μέσα από το βιβλίο την ιδιαίτερη τιμητική του καθώς παρελαύνουν περίοπτα πρόσωπα και φυσιογνωμίες όπως ο Μανέ, ο Μονέ, ο Πισαρό και τόσοι άλλοι που διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο στο καλλιτεχνικό πεδίο της εποχής.
Ένας πεφωτισμένος ζωγράφος που έγινε το στήριγμα για τους ζωγράφους της γενιάς του
Ο τίτλος του βιβλίου είναι δανεισμένος από τον περίφημο πίνακα του Γκουστάβ Καγιεμπότ, πίνακας ο οποίος κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου ενώ περιγράφεται λεπτομερώς μέσα στον ρου της τόσο τρυφερής αφήγησης. Είναι το πρόσωπο ενός ζωγράφου συλλέκτη και ευγενούς φίλου των ιμπρεσιονιστών για το οποίο θα μάθει ο αναγνώστης απολαμβάνοντας παράλληλα τον καλλιτεχνικό πυρετό της περιόδου εκείνης που έβαλε τις βάσεις για όσα θα ακολουθούσαν με την έλευση του Σεζάν και των μετιμπρεσιονιστών όπως ο Τουλούζ Λωτρέκ, ο Βαν Γκογκ, ο Γκωγκέν. Ο Καγιεμπότ είναι εκείνος που σε αυτόν τον πίνακα αποτυπώνει πλήρως την νέα εποχή που ανοίγει η αρχιτεκτονική παρέμβαση του βαρόνου Οσμάν, ο οποίος και αναδιαρθρώνει την ρυμοτομία και την εν γένει αρχιτεκτονική του Παρισιού και οι ζωγράφοι ως παρατηρητές της κοινωνίας βγαίνουν από το εργαστήριο για να αφουγκραστούν ιδίοις όμμασι τις αλλαγές αυτές.
Το Παρίσι του Καγιεμπότ και έτσι όπως ο ίδιος και οι σύγχρονοί του το απεικόνισαν τόσο επιτυχημένα, σε σημείο που εμείς σήμερα να επισκεπτόμαστε τα μουσεία για να δούμε από κοντά το αποτέλεσμα των κόπων τους είναι το διαχρονικό Παρίσι. Αν είσαι αρκετά τυχερός για να έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε όπου και να πας την υπόλοιπη ζωή σου, μένει πάντα μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια κινητή γιορτή έχει δηλώσει ο Χέμινγουεϊ, ο Τόμας Τζέφερσον είχε πει πως ένας περίπατος στο Παρίσι σου μαθαίνει πολλά για την ιστορία, την ομορφιά και την ουσία της ζωής, ο Βίκτορ Ουγκό είχε δηλώσει πως μια ανάσα από Παρίσι κρατά την ψυχή ζωντανή. Το Παρίσι είναι η πόλη του φωτός, είναι η πόλη που εκπέμπει πολιτισμό και πνεύμα σε κάθε άκρη του, είναι η πόλη που δεν αφήνει τον επισκέπτη της δίχως εκπλήξεις και τον γεμίζει με τόσες πολλές εμπειρίες και εικόνες που φεύγει χορτάτος για να ξαναγυρίσει γιατί μία επίσκεψη ποτέ δεν είναι αρκετή.
Σε αυτήν λοιπόν την περίλαμπρη, καλλιτεχνικά αστραφτερή και τόσο φωτεινή πόλη κινείται και δραστηριοποιείται ο Γκουστάβ Καγιεμπότ μέσα από τα μάτια της συγγραφέως Ιζαμπέλ Ρίο Νόβο και της Έλενας, της καθηγήτριας Ιστορίας Τέχνης που μας βοηθά, τόσο τους μυημένους όσο και τους αμύητους, στον μυθικό και τόσο φανταστικό κόσμο της ζωγραφικής. Το μυθιστόρημα και η αφήγηση είναι σαν βρισκόμαστε σε ένα φανταστικό μουσείο, σαν εκείνο του Αντρέ Μαλρό. Το Παρίσι πάντα ήταν τόπος έμπνευσης για όλες τις εποχές γιατί περικλείει ιστορία, ανθρώπους, εικόνες και αποτελεί αναμφίβολα ένα κινητό μουσείο, το οποίο κανείς δεν χορταίνει να βλέπει. Για αυτό και οι καλλιτέχνες περιπλανώνται στο Παρίσι και του προκαλούν δημιουργική αφαίμαξη με την έννοια πως βρίσκονται όλοι σε καλλιτεχνική διέγερση και έξαρση. Διοργανώνουν εκθέσεις, όχι και τόσο επιτυχημένες μιας και δεν είναι ακόμα όσο γνωστοί θα ήθελαν, με την ευγενική προσφορά του εύπορου και τόσο γενναιόδωρου Καγιεμπότ, ο οποίος μάλιστα και αγοράζει προς τιμήν του πίνακες που δεν πρόκειται να πουληθούν για να συνδράμει τους φίλους του.
Μαθαίνουμε από την Ιζαμπέλ Ρίο Νόβο πως ο Καγιεμπότ, εκτός από επιμελής και καινοτόμος ζωγράφος, υπήρξε επίμονος και δεξιοτέχνης κηπουρός σε σημείο μάλιστα που όταν ο Μονέ έφτιαχνε τον δικό του κήπο στην έκταση που είχε αγοράσει στο Ζιβερνύ να συμβουλεύεται τον Καγιεμπότ ως προς το θέμα των σπόρων που θα φύτευε. Η οικογένεια του Καγιεμπότ κάποια στιγμή αποφάσισε να ανακαινίσει ένα από τα πολλά σπίτια που διέθετε και προσέλαβε τεχνίτες για να επισκευάσουν το ξύλινο δάπεδο. Αυτήν ήταν και η αφορμή της γέννησης ενός σπουδαίου και πλέον πασίγνωστου πίνακα που φιλοξενείται στο Μουσείο Ορσαί, του μουσείου που ήταν σιδηροδρομικός σταθμός και έπειτα μετατράπηκε σε μουσείο αφιερωμένο στην τέχνη του 19ου αιώνα. Ο πίνακας αυτός ονομάζεται Οι Στιλβωτές του παρκέ και είναι η απεικόνιση των ανθρώπων αυτών τη στιγμή της σκληρής εργασίας τους, είναι οι νέοι άγιοι όπως και η Ολυμπία του Μανέ ή οι Πατατοφάγοι του Βαν Γκογκ, φτωχοί άνθρωποι του μόχθου που χάρη στην στιγμιαία έμπνευση και σύλληψη του Καγιεμπότ έφτασαν μέχρι και σε εμάς για να τους θαυμάσουμε.
Το κίνημα του ιμπρεσιονισμού, μέρος του οποίου είναι και ο Καγιεμπότ, αποτέλεσε και αποτελεί μια πρωτοπορία στην καλλιτεχνική ζωή του Παρισιού αλλά και της Ευρώπης γενικότερα, είναι μια επανάσταση γιατί οι ζωγράφοι αυτοί “είναι ιμπρεσιονιστές με την έννοια ότι δεν μεταδίδουν το ίδιο το τοπίο, αλλά την αίσθηση που αυτό δημιουργεί”. Η συγγραφέας Ιζαμπέλ Ρίο Νόβο συλλαμβάνει και καταγράφει μια πανέμορφη και σαγηνευτική αληθινή ιστορία γιατί τα γεγονότα που περιγράφει συνέβησαν όντως ενώ παράλληλα πετυχαίνει τόσο εύστοχα και τόσο αβίαστα να μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της εποχής, να μας μεταδώσει το κλίμα των σχέσεων του Καγιεμπότ με την οικογένειά του όσο και με τους φίλους του ζωγράφους. Τελικά, εμείς οι τυχεροί θεατές του θιάσου των ιμπρεσιονιστών ζούμε το παρελθόν και καταφέρνουμε να νιώσουμε συνεπαρμένοι και ζωσμένοι από έναν ζωγραφικό παλμό που πυροδοτεί τεκτονικές αλλαγές στον χώρο των τεχνών.
“Οι γυμνοί κορμοί των στιλβωτών θύμιζαν αγάλματα αρχαίων ηρώων ͘ έμοιαζαν με σπουδή του γυμνού”
“Ο συμπαθής ιμπρεσιονιστής ζωγράφος δεν τολμά μόνο στη ζωγραφική. Και σε εκείνους που θέλουν να κριτικάρουν τον τρόπο που συναγωνίζεται, δίνει μια αποστομωτική απάντηση: αυτός είναι που τερματίζει πρώτος”