Έχει μείνει στην ιστορία ως ο χοντρούλης της λογοτεχνίας, ένας ευτραφής εμπνευστής όλων αυτών που μας άφησε πίσω και δεν έχουμε λόγια αρκετά για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας για τη δική του Ανθρώπινη Κωμωδία σε συνέχεια της Θείας Κωμωδίας του Δάντη από την οποία άντλησε στοιχεία γιατί τα μεγάλα κείμενα ήταν πάντα ο οδηγός και ο πλοηγός του. Σοφός, εμπνευσμένος και πάντα σε αναζήτηση νέων ερεθισμάτων βρισκόταν και υπήρξε τόσο αγαπητός και τόσο θελκτικός στις γυναίκες της εποχής που όλες τον ήθελαν παρά το παρουσιαστικό του. Ήταν ένας Δον Ζουάν της εποχής του και ας μην ήταν όμορφος αρκετά ούτε και ψηλός, είχε όμως άλλα χαρίσματα. Όλα αυτά περί εμφάνισης δεν έχουν αξία, αξία έχει ο πλούτος της ψυχής του, αυτόν τον πλούτο ξεδίπλωσε με σαγήνη και διαχυτικό πνεύμα.
Μια ερωτική ιστορία που χωρίς αίσιο τέλος δείχνει την πορεία προς έναν συναισθηματικό Γολγοθά
Τα βιβλία του Μπαλζάκ μας απογειώνουν όταν όλα γύρω μας προσγειώνουν σε μια πεζή πραγματικότητα από την οποία δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε μιας και έχει εξαφανιστεί ο ρομαντισμός που τόσο σθεναρά υπερασπίστηκε με όπλο την πένα του. Οι κοπέλες και οι γυναίκες, όπως η κόμισσα Στεφανί ντε Βαντιέρ, είχαν έντονα ανεπτυγμένα και ενεργά τα αισθητήρια όργανά τους σε μια εποχή άκρατου ερωτισμού ερχόμενη από λογοτέχνες όπως ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και ο Λακλό, συμμετείχαν λοιπόν ενεργά στην ερωτική διαδικασία, στο παιχνίδι της προσέγγισης αλλά και σε όλο το παρασκήνιο της διαδρομής προς την κατάκτηση τους από το άρρεν. Σε αυτή τη διαδικασία ωστόσο δεν έλειπαν και οι δραματικές καταστάσεις όπως εδώ με τον Φιλίπ ντε Σουσύ. Διότι τι είναι ο έρωτας αν όχι μια επίπονη και επώδυνη ανηφορική διαδρομή με απώτερο σκοπό την απόλυτη εκπλήρωση πόθων που δυστυχώς τις περισσότερες φορές σκοντάφτουν και παρασέρνουν μαζί και τους ερωτευμένους!
Αυτό που τον καθιστά μοναδικό είναι πως τα βιβλία του μιλούν για εξωσυζυγικές σχέσεις, καταπιεστικούς γάμους, παθιασμένους έρωτες, ίντριγκες και φλερτ, όχι όμως με τρόπο υπερφίαλο αλλά με μία διεισδυτική ματιά και μία διάθεση ρεαλιστικής καταγραφής της γαλλικής κοινωνίας των ημερών του. Αυτό είναι που τον ξεχωρίζει από τους ασήμαντους λογοτέχνες της σειράς που επιδίδονταν στη συγγραφή ευφάνταστων ρομαντικών ιστοριών χωρίς καμία περαιτέρω επεξεργασία ή ερμηνεία. Εκείνος δεν έπαψε να προκαλεί συζητήσεις, να εγείρει ερωτήματα και απορίες, να αναζητά τη λύση στο μέγα ερώτημα της ανάλυσης της ανθρώπινης φύσης με την οποία τόσο διεξοδικά ασχολήθηκε. Η ιστορία της κόμισσας και του Φιλίπ ντε Σουσύ είναι μια ιστορία αγάπης που προέρχεται από την αρχέγονη λαχτάρα του ανθρώπου να γευτεί το υπέρτατο αγαθό της ηδονής και να αυτοπραγματωθεί, κάτι τόσο οδυνηρό. Παραθέτει ένα ζευγάρι χαρακτήρων σε αποδρομή λογικής μιας και είναι συνεπαρμένοι από ένα πάθος ασίγαστο και επικίνδυνο, καθώς μετατρέπονται σε θύματά του.
Αυτό που περνούν η κόμισσα και ο Φιλίπ ντε Σουσύ είναι μια ευτυχία με ένα προδιαγεγραμμένο δραματικό τέλος, είναι η μοίρα που έχει γραφτεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ακόμα ενώπιόν τους, πρόκειται αναμφίβολα για ένα παιχνίδι συνεχόμενων συναισθηματικών εναλλαγών που μαρτυρά την ευθραυστότητα και την τρωτότητα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι εξάλλου που περιγράφει δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι, πρόκειται για ανθρώπους που κυνηγάνε την απόλυτη ευτυχία, όταν γνωρίζουμε πως απόλυτη ευτυχία δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ. Καταδεικνύει μέσα από τις πλούσιες σε νόημα και περιεχόμενο ιστορίες του, όπως στο Αντίο που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, μία κλιμακούμενη ματαιοδοξία και μια μη πραγμάτωση, μία ατελέσφορη διαδικασία για το ιδανικό που οδηγεί σε πλήρη αδιέξοδα, τραγικά πολλές φορές. Άραγε πού οδεύουμε, τι αναζητούμε αληθινά, προς τα πού πορευόμαστε και πού θέλουμε να καταλήξουμε, όλα αυτά είναι ερωτήματα που απασχολούν τον Μπαλζάκ και μεταδίδονται στον αναγνώστη, ο οποίος με την σειρά του αναζητά τις δικές του απαντήσεις.
Η συγγραφική του ωριμότητα έλαβε χώρα πρόωρα, ήδη από τα κατά βάση δυσάρεστα βιώματα που είχε ως νέος, μια και τα ευχάριστα ήρθαν αργότερα, κατόπιν έντονης επιθυμίας και επιμονής του ίδιου, που πίστεψε στον εαυτό του. Εκτός ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν πατέρα αυταρχικό, μία μητέρα αδιάφορη αλλά και έναν περίγυρο ανθρώπων που τον παραμέρισαν και τον εγκατέλειψαν γιατί ήταν πολύ παράξενος και ίσως ρομαντικός για την εποχή του και ατίμαζε το όνομα της οικογένειάς του. Σπάζοντας τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο των πόθων του για συγγραφή, μιας και όπως μας επισημαίνει ο ίδιος ο Μπαλζάκ «η λογοτεχνία υπήρξε η πιο απαιτητική από τις ερωμένες του», κατάφερε να διανύσει ελεύθερος και ανεξάρτητος από δεσμεύσεις τον δικό του δρόμο και να πορευτεί με βάση τις δικές του πεποιθήσεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας έρωτας οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στον όλεθρο και κατακρημνίζεται καθιστώντας την ελπίδα κενό γράμμα. Ήδη από την εποχή του Σαίξπηρ, τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, και ακόμα πιο πριν με τα ιπποτικά μυθιστορήματα, όπως τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, ο άνθρωπος κυνηγά το αδύνατο και όταν βρίσκει εμπόδια κάνει τα πάντα για να τα ξεπεράσει και να φτάσει στον στόχο του. Είναι αυτό που έγραφε ο Ροσεφουκώ πως δηλαδή όλα τα πάθη μας οδηγούν στην διάπραξη σφαλμάτων αλλά με τον έρωτα κάνουμε τα περισσότερα. Αυτό πληρώνουν οι δύο πρωταγωνιστές του στο Αντίο, αυτήν την καιόμενη βάτο των ψυχών τους να ενωθούν με κάθε κόστος. Οι ήρωές του είναι σάρκα από τη σάρκα του, πνεύμα από το πνεύμα του καθώς το χέρι του Μπαλζάκ έγραφε αλλά η ψυχή του το καθοδηγούσε, η ψυχή του πάντα ήταν αυτή που μας μιλούσε με λέξεις από τότε μέχρι σήμερα και για όλους εμάς είναι ένας φάρος, είναι ο πατέρας της σύγχρονης λογοτεχνίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο ξαναγυρνάμε για να μας φωτίζει στο δύσκολο σήμερα, σε εκείνον και σε σοφούς του κόσμου όπως αυτός έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας για ένα καλύτερο αύριο.
“Άφησε μια πονεμένη κραυγή, και σηκώθηκε όρθια. Οι κινήσεις της διαδέχονταν η μια την άλλη με τόση χάρη, εκτελούνταν με τόση ευλυγισία, που έμοιαζε να είναι όχι ένα ανθρώπινο πλάσμα, αλλά μια από τις αιθέριες κόρες που υμνούν τα ποιήματα του Οσιάν”
“Το πρόσωπό της βάφτηκε μ’ ένα ωραίο πορφυρό χρώμα. Η ζωή και η ευτυχία, ζωντανεμένες από μια σπινθηροβόλα σκέψη, εξαπλώθηκαν βαθμιαία σαν πυρκαγιά”