Η τέχνη είναι έρωτας μα και ο έρωτας είναι τέχνη και τα δυο τους είναι συγκοινωνούντα δοχεία που αλληλοτροφοδοτούνται προσφέροντας μας τους καρπούς τους. Αυτό επιχειρεί ο Νομπελίστας Τζον Μάξγουελ Κούτσι σε αυτό το μυθιστόρημα όπου εμπλέκεται η τέχνη του πιάνου με την τέχνη της σαγήνης μέσα από το πρόσωπο του Πολωνού πιανίστα Βίτολντ Βαλτσικίεβιτς. Δεν νοείται ένας κόσμος δίχως τέχνη διότι τα έργα τέχνης είναι, εκτός των άλλων, η απόδειξη πως ο άνθρωπος άφησε τα ίχνη του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Η ιστορία της Μπεατρίθ, της νεαρής πρωταγωνίστριας την οποία ερωτεύεται ο πιανίστας Βίτολντ είναι ουσιαστικά μια ακόμα διαφορετική εκδοχή της ανθρώπινης ανάγκης για έρωτα, είναι η επιβεβαίωση πως ο άνθρωπος δεν είναι ζώο μοναχικό και πως πάντα αναζητά την συντροφικότητα από την μία και την ανάγκη από την άλλη να είναι πάντα ποθητός, να θέλγει και να γοητεύει το άλλο φύλλο. Όσο υπάρχουν άνθρωποι αυτές οι δύο διαστάσεις πάντα θα διατηρούνται.
Ο κόσμος των ερώτων είναι ένα πεδίο όπου δοκιμάζονται οι ανθρώπινες αντοχές
Ο Βίτολντ, του οποίου την προσωπογραφία τόσο δεξιοτεχνικά φιλοτεχνεί ο Κούτσι, είναι ένας άνδρας σε προχωρημένη ηλικία αλλά πάντα ενεργός, ένας άνδρας δοσμένος στην τέχνη του, αφιερωμένος στην αποστολή του να παίζει πιάνο και έργα κορυφαίων δημιουργών, όπως για παράδειγμα ο Σοπέν. Ο τελευταίος μάλιστα είναι μια περίπτωση χαρακτηριστική αφού ερωτεύτηκε μια γυναίκα μεγαλύτερή του ενώ ο Βίτολντ ερωτεύεται μια πολύ μικρότερή του, συνεπαρμένος από την αύρα της και την ομορφιά της. Μάλιστα, ο Κούτσι αναφέρεται στο μυθιστόρημα στην περίπτωση του Σοπέν όχι μόνο γιατί ο πιανίστας εκτελεί τα έργα του αλλά και για την ερωτική ζωή του εν γένει. Ο Κούτσι μας δείχνει την πορεία της σχέσης του με την Μπεατρίθ, μια σχέση που για τον ίδιο καθίσταται δύσκολα διαχειρίσιμη και επίπονη στην πορεία της.
Δεν νοείται όμως έρωτας χωρίς επιμονή, απογοήτευση, εξαθλίωση, ανάσταση. Ο έρωτας δεν είναι λευκή επιταγή που ζητά υπογραφή και δεν κλειδώνεται με τίποτα σε κανένα ντουλάπι ασφαλείας για να ξαναβρεθεί μετά από χρόνια εντός. Είναι κάτι το άυλο, το διαφανές, το χειροπιαστό αλλά και το αόριστο επίσης. Καμία ερωτική περιπλάνηση δεν μπορεί να μείνει επιφανειακή, στάσιμη και σταθερή, η απώλεια και το κέρδος είναι έννοιες γήινες που κινούνται η μία μέσα στην άλλη, αλληλοσπαράσσονται, αντιμάχονται και ξιφομαχούν για να ορίσουν ή να αφορίσουν κάθε πιθανή κατεύθυνση. Καμία αγάπη δεν πάει χαμένη και αδικημένη αν έχει δύναμη, ισχύ και είναι σθεναρή σε ανέμους αλλά την ίδια στιγμή η ζωή είναι ένα καράβι με πανιά που μπορεί να το παρασύρει στο διάβα του το μεγάλο κύμα και να μείνει ανεκπλήρωτη.
Αυτή την έννοια του ανεκπλήρωτου θα αναπτύξει ο Κούτσι, μια έννοια όχι πρωτόγνωρη διότι ο άνθρωπος πάντα θα ποθεί κάτι χωρίς απαραίτητα να ικανοποιείται από το αποτέλεσμα, κατακρημνίζεται και πολλές φορές βλέπει τον εαυτό του να πνίγεται από την αδυναμία να καταλάβει γιατί δεν εκπληρώνονται οι επιθυμίες του. Τελικά, είναι η ανάμνηση και μόνο ενός έρωτα και μιας αγάπης που σβήστηκε από τον χάρτη κάτι που μένει να προκαλεί συγκίνηση και άρα εκεί φωλιάζει μια κάποια είδους ικανοποίηση ή μήπως άνθρωποι, σαν τον Βίτολντ, βλέπουν τον χαμένο έρωτα να τους καθηλώνει και να τους ταρακουνάει την ψυχή που βρίσκεται σε τρικυμία, να ακυρώνει και να σκοτώνει το μέσα τους;
Ο Βίτολντ είναι αποφασισμένος και σίγουρος για αυτό που επιθυμεί από την πρώτη κιόλας στιγμή και φλέγεται από πόθο για την Μπεατρίθ όπως ένας διψασμένος για νερό. “Θέλω να ζήσω μαζί σου. Αυτή είναι η επιθυμία της καρδιάς μου. Θέλω να ζήσω μαζί σου μέχρι να πεθάνω. Με έναν συνηθισμένο τρόπο. Δίπλα δίπλα. Έτσι. […] Μια συνηθισμένη ζωή στο πλευρό σου, αυτό θέλω. Για πάντα. Και στην άλλη ζωή, αν υπάρχει άλλη ζωή. Αλλά αν δεν υπάρχει, εντάξει, το δέχομαι”. Διαφαίνεται λοιπόν αυτός ο εσωτερικός πυρετός που έχει ανάψει μέσα του και δύσκολα σβήνει, παρά μόνο αν η Μπεατρίθ δεχτεί τα όσα εκείνος αναφέρει και ακολουθήσει τους χτύπους της καρδιάς και της επιθυμίας του ακόμα και μετά τον θάνατό του μέσα από τα γράμματά του. Σε όλο το μυθιστόρημα, ο Κούτσι μας εντάσσει στο κλίμα μιας σχέσης όπου τα δύο μέρη δεν έχουν τις ίδιες προσδοκίες και τις ίδιες προθέσεις, είναι ένας αγώνας μεταξύ δύο διαφορετικών ανθρώπων, ένας άνισος αγώνας.
Ο Rilke είναι από τους συγγραφείς και ποιητές που έχει καταπιαστεί πολύ με το θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτα, με μία πρώιμη ποιητικότητα που άρχισε να διαφαίνεται νωρίς στον ορίζοντα και εκεί κατορθώνει να παραδώσει ιστορίες ουσιαστικά προφητικές, ιστορίες που ο Κούτσι ίσως έχει διαβάσει και ίσως έχει εμπνευστεί από αυτές. Ο Ρίλκε ποτίζει τις ιστορίες του και τους πρωταγωνιστές του με το μικρόβιο της αειθαλούς ανανέωσης, της απογύμνωσης, της ασυμβατότητας και της ανθρώπινης απορίας για το τι ξημερώνει. Και όπως στον Ρίλκε έτσι και στον Κούτσι προκύπτουν διάφορα ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις. Ποια αγάπη αναδύθηκε μέσα από μία θάλασσα μονίμως εξημερωμένη και απαλλαγμένη από τους κινδύνους της ανάβασης ή της κατάβασης σε κόσμους μυστικούς και άγνωστους? Όλα στον έρωτα και στην αγάπη τίθενται εν αμφιβόλω, υπό ένα συνεχές ερωτηματικό, καθιστώντας κάθε προσπάθεια για νηνεμία ρούχο άσαρκο. Ο Κούτσι, σε αυτό το μυθιστόρημα επιβεβαιώνει για ακόμα μια φορά την αφηγηματική του ευστροφία και βρίσκει αφορμή για να αναδείξει την άστατη ανθρώπινη φύση.
“… μέσω των ποιημάτων του, φιλοδοξεί να της μιλήσει από τον τάφο. Θέλει να της μιλήσει, να την κερδίσει, για να τον αγαπήσει και να τον κρατήσει ζωντανό στην καρδιά της”
“Γιατί υπάκουσες τόσο πειθήνια όταν σου είπα να φύγεις και να επιστρέψεις στη Βαλντεμόσα; Γιατί δεν με βομβάρδισες με ικεσίες;”