Είναι φορές που χρειαζόμαστε την αλήθεια για να μας σώσει από την επιτήδευση του σήμερα, από το τίποτα που διαχέεται και απλώνεται σαν μάστιγα όλο και περισσότερο γύρω μας και γυρεύει να μας πλακώσει. Αυτό προσφέρουν οι ιστορίες του Χριστόφορου Λιοντάκη στην όμορφη αυτή συλλογή διηγημάτων του. Κατορθώνει και επαναφέρει στη μνήμη του αναγνώστη αυτό που δεν πρέπει να ξεχαστεί όσο άλγος και αν προκαλεί, δηλαδή την πραγματική διάσταση της ζωής, της ζωής που δεν πρέπει να χάνεται μέσα στο μένος της τεχνολογικής επανάστασης που διαπράττεται ως ένα αόρατο “έγκλημα” γύρω μας, αφού κρύβει τα μαύρα σύννεφα. Ο άνθρωπος περνά δια πυρός και σιδήρου και έχει ανάγκη τη μνήμη για να μπορέσει να δει και να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος του, να ανακαλέσει στον νου του τα δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας του, όλα αυτά που ενδόμυχα τον σημαδεύουν και ας μην το ξέρει.
Στα χνάρια της αυθεντικότητας ενός παιδιού που αρέσκεται να αφηγείται το παρελθόν
Οι ιστορίες του Λιοντάκη είναι αυθεντικές, ποτισμένες με την αλήθεια των τόπων και των εικόνων και αποτελούν ένα μικρό παράδεισο μνήμης που είναι απαραίτητος σε χαλεπούς καιρούς αδιαφορίας και δυσλειτουργίας, όπως είναι οι σημερινοί. Οι άνθρωποι των ιστοριών τους απεκδύονται το μανδύα της ωραιοποίησης και ενδύονται εκείνον της πικρής πολλές φορές αλήθειας, της απώλειας, της ωμότητας, της αδυναμίας, του αυθορμητισμού, που δεν κατευνάζεται αλλά εφορμά. Είναι ιστορίες του ίδιου του συγγραφέα από τον τόπο του, την Κρήτη, αυτόν τον ευλογημένο τόπο που τόσα έχει προσφέρει και συνεχίζει να προσφέρει μέχρι σήμερα. Είναι ο τόπος που έχει ποτιστεί με τις μνήμες εκείνης της κρίσιμης ιστορικής περιόδου, δηλαδή μετά τον πόλεμο και μέσα στον εμφύλιο. Ο Λιοντάκης πηγαίνει πίσω στον χρόνο και σκάβει μέσα του, στο χρονικό των παιδικών του χρόνων, στα χωριά των ονείρων του και στα πλούσια βιώματά του.
“Οι επισκέψεις στο Αρκαλοχώρι μού ήταν ιδιαίτερα ευχάριστες. Όλο και κάτι μου αγόραζαν, ρούχα, παπούτσια, λιχουδιές: μια ξεχωριστή λιχουδιά ήταν το χοιρινό ψητό σε φύλλα λεμονιάς, που το έφτιαχνε στον Θράψανο κάποιος που τον έλεγαν λαδωμένο, αλλά και τα κεράσια το καλοκαίρι, καθώς στο χωριό δεν υπήρχαν”. Οι αναμνήσεις αυτές είναι πολλές φορές λυτρωτικές, είναι η απόδειξη της ανθρώπινης ύπαρξης και έρχονται στον νου με μια μυρωδιά, μια γεύση, μια στιγμή. Κάθε ιστορία του συγγραφέα είναι και ένα μικρό σκηνοθετημένο έργο, ένα στιγμιότυπο ζωής από το οποίο δεν επιθυμούμε να ξεφύγουμε, ο αφηγητής καταφέρνει να μας εντάξει και να μας μεταφέρει σε έναν κόσμο που ο ίδιος αναπολεί χωρίς νοσταλγία αλλά με διάθεση να το καταθέσει επί του χαρτιού δίχως επιφυλάξεις για αυτό που καταθέτει. Στο Συναξάρι ανωνύμων διαβάζουμε για αυτό το δράμα του ξεριζωμού από τον τόπο, είναι η ιστορία των κατακτητών και των νεκρών που άφησαν πίσω τους, είναι το δράμα και οι καημοί που πρωταγωνιστούν.
Ενέχουν οι ιστορίες του μια θεατρικότητα αφού ο αναγνώστης νιώθει πως ζει και εκείνος κάθε στιγμή της ιστορίας την οποία και διαβάζει. Οι ιστορίες καθρεφτίζουν το παρελθόν μέσα στο παρόν και αφηγούνται τις ζωές με πάθη και εξάρσεις, με αδυναμίες και τρωτά σημεία, άνθρωποι καθημερινοί που πάσχισαν να βρουν τη θέση τους στην κοινωνία, που αγάπησαν και μίσησαν, είναι άνθρωποι όπως ο παππούς του και η γιαγιά του, άνθρωποι απλοί που παλεύουν καθημερινά όχι πάντα υπό ιδεατές συνθήκες. Ο ίδιος τους θυμάται και τους επαναφέρει στη μνήμη του με ιδιαίτερη νοσταλγία, τρυφερότητα, αγάπη και ζεστασιά. Όλα τα αφηγήματα αναδεικνύουν το δέσιμο του με τον τόπο του, την κάθε γωνία που τον βρίσκει να ζει το τότε με βάση το τώρα. “Στο σπίτι δεν με εμπιστεύονταν ποτέ να μείνω μόνος. Ούτε μου άφηναν το κλειδί. Γιατί πάντα έδινα κάτι σε όποιον ερχόταν στο σπίτι μας, κυρίως τρόφιμα. Οι καιροί δύσκολοι και οι απαγορεύσεις πολλές”. Είναι συγκινησιακά φορτισμένο το κλίμα της αφήγησης του Λιοντάκη, σαν ο αναγνώστης από την κλειδαρότρυπα να τον βλέπει να δακρύζει.
Ο συγγραφέας μάς ανοίγει την πόρτα της ελληνικής υπαίθρου για να δούμε καθαρά από το παράθυρο της μνήμης του και σε ζωντανή μετάδοση τον άνθρωπο που λειτουργεί με το ένστικτο και το συναίσθημα, έτσι όπως τον έπλασε ο Θεός. Σκοπός του συγγραφέα είναι με τη βοήθεια των περιγραφών και των εικόνων της ελληνικής υπαίθρου να μετουσιώσει σε φωτογραφικές μνήμες όλο αυτό το σκηνικό του μυαλού τους που ταλανίζεται και βασανίζεται από εγγεγραμμένα πάθη και ιστορίες. Η ιστορία μάς διαπερνά σαν ρεύμα όταν διαβάζουμε τις αφηγήσεις αυτές και αυτό που μένει είναι σαν το κατακάθι του ελληνικού καφέ, μία πικρία για όλα αυτά που δεν αποσοβήθηκαν αλλά και για αυτά που μπορούσαν να γίνουν αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν. “Έζησα μέσα στις ελιές και τα κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια: στεριανοί σηματωροί θανάτου μέσα σε χιλιάδες φυτά, μεγάλα και μικρά, ταπεινά και αφανή”.
Δεν ανήκει τυχαία ο Λιοντάκης σε εκείνους τους συγγραφείς που μνημονεύονται για την γνησιότητα των γραπτών και την ανάδειξη της ντοπιολαλιάς, η οποία κινδυνεύει να χαθεί από τα σημεία των καιρών. Ο κόσμος των ιστοριών του Λιοντάκη μας παραπέμπει σε άλλες εποχές, σε εκείνους τους λογοτέχνες όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Παπαντωνίου, ο Βενέζης, ο Στρατής Δούκας και τόσοι άλλοι που αθλήθηκαν και εκείνοι στην ανάδειξη των ανθρώπων της περιφέρειας. Βέβαια, μορφή εμβληματική είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, τον βρίσκουμε και αυτόν κάπου να μπαίνει εμβόλιμα, ωστόσο ο Λιοντάκης έχει αφήσει ανεξίτηλα – όπως είναι και ο τίτλος ενός εκ των αφηγημάτων – τη δική του σφραγίδα και κάθε ιστορία του είναι και ένας κρίκος στην τόσο σαγηνευτική αλυσίδα της αφηγηματικότητάς του.
“Οι ξεριζωμένοι ρίχτηκαν στην καλλιέργειά τους: καπνός και κυρίως σουλτανίνα. Εκείνοι πρώτοι δίδαξαν την καλλιέργεια της σταφίδας στους ντόπιους”
“Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου”