Μακριά από αυστηρούς λογοτεχνικούς περιορισμούς και ουσιαστικά αυτοδίδακτος, ο Κόνραντ πραγματεύτηκε την ίδια τη ζωή και την κατέθεσε με την ψυχή του έτσι όπως ο ίδιος τη βίωσε και την επιθύμησε, σαν ένας σύγχρονος θαλασσοπόρος που περιπλανήθηκε στη θάλασσα για να γεννήσει με τη γραφή του τις δικές του λογοτεχνικές πολιτείες και τους δικούς αφηγηματικούς κόσμους. Πολωνός στην καταγωγή, μεγαλωμένος στην Ουκρανία, με γαλλική παιδεία αλλά τελικά πολιτογραφημένος Άγγλος, είχε τη δύναμη, την τόλμη και το θάρρος να γράψει στα Αγγλικά – που δεν ήταν καν η δεύτερή του γλώσσα – βιβλία που σήμερα είναι διαχρονικά και αποκαλυπτικά. Στο βιβλίο αυτό, όπως και στα άλλα εξάλλου, ο άνθρωπος και οι αποφάσεις του κρίνονται μέσα από τις στιγμές που ζει, μέσα από τις δυνάμεις που έχει στην φαρέτρα του.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους της θάλασσας, με τους οποίους συνήθως καταπιάνεται στα περισσότερα βιβλία του, όπως ο Τυφώνας, ο Νέγρος του Νάρκισσου – εδώ χρησιμοποίησε το όνομα του πλοίου στο οποίο ο ίδιος επέβαινε – ή Η γραμμή της σκιάς, εδώ αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέμα γυναίκα κάτι που έπραξε και στον Άποικο της Μάλατα, αλλά ιδωμένο από μια άλλη σκοπιά. Πυρ, γυνή και θάλασσα, άρα όχι πολύ μακριά από τα συνήθη θέματά του κατά μία έννοια. Μια θάλασσα συναισθημάτων κυριεύει την πρωταγωνίστρια, μια γυναίκα ταλαιπωρημένη και βασανισμένη από τα χτυπήματα της ζωής, η οποία καλείται, δια χειρός Κόνραντ, να βρει και να αντλήσει ίδιες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει την εσωτερική ψυχική θαλασσοταραχή που προκύπτει από τα αμέτρητα χαστούκια της μοίρας ώστε να βρει ένα νόημα για να συνεχίσει να ζει, μια δύσκολη αποστολή. Το μυθιστόρημα είναι ένα άνοιγμα της καρδιάς της και της καρδιάς του ίδιου του συγγραφέα που σαν άλλος Ντα Βίντσι κρύβεται πίσω από την ηρωίδα του.