Η Ιρλανδία έχει πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, είναι μια χώρα με πλούσια παράδοση τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο θέατρο και θα μπορούσε κανείς να ομολογήσει πως αν και Βόρειοι μοιάζουν πολύ με ανθρώπους του Νότου ως προς την εξωστρέφεια, την φιλικότητα και τη ζωντάνια που εκπέμπουν. Η Ιρλανδία ωστόσο τα τελευταία χρόνια χτυπήθηκε καίρια από πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία ξεπέρασε με πολύ κόπο και ισχυρό τίμημα. Η Ιρλανδία, με την πλούσια ιστορία της και την μυθολογία της, ίσως άγνωστη στους πολλούς, έχει κυρίαρχη συμβολή στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Η Ιρλανδία είναι από τις χώρες εκείνες που έχουν χαρίσει στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα προσωπικότητες όπως ο Τζέιμς Τζόις, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Σάμουελ Μπέκετ, ο Τζόρτζ Μουρ αλλά και οι πιο σύγχρονοι Τζον Μπάνβιλ, Αν Γκρίφιν, Colm Toibin, Άννα Μπερνς και Μάϊκ Μακόρμακ καθώς βέβαια και η Κλαιρ Κίγκαν.
Όλοι οι συγγραφείς που προανέφερα έχουν ως κοινή τους συνισταμένη το επίκεντρο τους στην ανάλυση του ανθρώπινου χαρακτήρα, τα τρωτά σημεία και τις αδυναμίες του σύγχρονου ανθρώπου έτσι όπως διαμορφώνονται και μέσα από τις κοινωνικές ζυμώσεις κάθε εποχής. Αυτά τα στοιχεία και αυτά τα δεδομένα, τα οποία άλλωστε και πραγματεύονται στα βιβλία τους ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, είναι και η πεμπτουσία της αφηγηματικής τους δεξιοτεχνίας πέρα από την πλοκή με την οποία ντύνουν τις ιστορίες τους. Οι πρωταγωνιστές τους, όπως και στο Πολύ αργά πια της Κίγκαν, αντανακλούν τις προσωπικότητες και την ψυχοσύνθεση των ίδιων των συγγραφέων ενώ οι άνθρωποι τους οποίους περιγράφουν είναι αυτοί που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τα δικά μας χαρακτηριστικά, άνθρωποι κοινοί, ταπεινοί και ευάλωτοι, άνθρωποι σε κρίση που αναζητούν λύσεις.
Μέσα σε λίγες σελίδες διαβάζουμε την εξύμνηση και την κατακρήμνιση ενός έρωτα
Η Κίγκαν ασχολείται με ένα θέμα που είναι πολυδιάστατο, πολυεπίπεδο και εξαιρετικά πολύπλοκο και αυτό δεν είναι άλλο από τις πολυδαίδαλες ανθρώπινες σχέσεις. Το πιο δύσκολο και πολυσυζητημένο θέμα των απανταχού συγγραφέων είναι το ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων, ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει γενιές και γενιές συγγραφέων. Μην λησμονούμε για παράδειγμα τη μεγάλη σχολή των ρεαλιστών και νατουραλιστών Γάλλων συγγραφέων, όπως ο Ζολά, ο Μωπασάν, ο Μπαλζάκ, ο Φλωμπέρ, συγγραφείς που με ιμπρεσιονιστικό τρόπο, δηλαδή βγαίνοντας από τα σπίτια τους και τα εργαστήριά τους στο δρόμο, στα καφέ και στις πλατείες, κατάφεραν να αποτυπώσουν τα όποια συναισθήματα και τις καταστάσεις απλά και μόνο με το να παρατηρούν τους ανθρώπους να ερωτεύονται, να παθιάζονται, να μισιούνται. Αυτή είναι εξάλλου και η πεμπτουσία μιας λογοτεχνίας που δεν εμμένει σε στεγανά και δεν είναι προστατευτική αλλά μιλάει τη γλώσσα της πραγματικής πραγματικότητας και την καταγράφει όπως πραγματικά είναι χωρίς φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις. Η Κίγκαν αναμετριέται με το τέλος ενός έρωτα και σκιαγραφεί όλη τη διαδρομή χαρίζοντάς μας ένα βιβλίο που μας μεταφέρει σε καταστάσεις πολύ οικείες.
Τα ρεύματα στη θάλασσα όπου κολυμπάνε οι ήρωές της Κίγκαν, το ζευγάρι δηλαδή, είναι ταραχώδη, είναι ηλεκτρισμένα, φουρτουνιασμένα περιμένοντας πολλές φορές ανέλπιστα τη νηνεμία · ένταση, ειρωνεία, αμηχανία, σύγκρουση, όλα αυτές οι εκφάνσεις των ανθρώπινων αντιδράσεων συναντώνται συνεχώς καθώς κορυφώνεται ή αποχρωματίζεται ο λόγος του. Ένας λόγος άλλοτε δραματικός και άλλοτε καυστικός για τα κακώς κείμενα των ανθρώπινων αδυναμιών που τείνουν να γίνουν κόλαφος για τη ζωή που δεν σταματά να κρύβει εκπλήξεις. Το ευχάριστο τέλος μοιάζει να μην υπάρχει πουθενά καθώς η αφήγηση κορυφώνεται και τελικά το ευχάριστο της αρχής σβήνεται σαν το γράφημα στην άμμο και αυτό που μένει είναι μια πικρία και ένα συναίσθημα απογοήτευσης και για τους δύο, ό,τι χτίστηκε πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων γιατί αυτό που υπερίσχυσε τελικά ήταν ένας άκρατος εγωισμός και μια συνεχής τόνωση του εγώ.
Αν αναλογιστεί κανείς και όλη τη συγκέντρωση αρνητικών φορτίων κατά τη διάρκεια της ιστορίας, τότε κατανοούμε καλύτερα γιατί συνέβη το συναισθηματικό ναυάγιο και η αλήθεια είναι πως ο αναγνώστης μένει και αυτός με την πικρία, η σχέση φτάνει σε ένα τέλμα και αυτό πληγώνει. Με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνεται η δύναμη της ευτυχούς κατάληξης που θα μπορούσε να επιτευχθεί και επιτυγχάνεται ο απόηχος που τελικά μένει, μία πικρία για όλη τη συναισθηματική φόρτιση που τελικά κοστίζει, γιατί αν μπορεί ο άνθρωπος να αποφύγει διαπληκτισμούς και φθορά, ποιος ο λόγος να πικραίνεται; Ο αναγνώστης αισθάνεται πως τελικά δεν θα υπάρξει αίσιο τέλος αλλά η ανάγκη της συγγραφέως να νιώσει έστω και συγγραφικά την περαίωση αυτών που δεν έζησε στην πραγματικότητα, την οδηγεί μαθηματικά στη λύση του μυστηρίου και την οριστική επίτευξη των σκοπών του, την έξοδο των πρωταγωνιστών από τη δίνη των βάσανών τους και των επώδυνων αδιεξόδων τους.
«Κανένας μας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, αφού κανένας μας δεν απέχει από τις ερωτοτροπίες και, καθώς κανένας μας, νομίζω, δεν είναι φανατικός οπαδός των αιώνιων δεσμών, τα μάτια μας, η μύτη μας και το στήθος μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη εξαιτίας του τρομερού υγρού» είχε γράψει ο Μωπασάν σε ένα του βιβλίο και η αντιπαραβολή του κειμένου της Κίγκαν με αυτό του Μωπασάν γίνεται γιατί και εδώ βρίσκουμε τα ίδια αδιέξοδα, τις ίδιες συμπεριφορές που οδηγούν στη λήξη μιας σχέσης, μιας επικίνδυνης τελικά και επώδυνης σχέσης. Κανείς δεν βάζει νερό στο κρασί του, κανείς δεν υποχωρεί και τα ερωτηματικά όλο και μεγαλώνουν για το αν αξίζει αυτή η σχέση. Εξάλλου το να γκρεμιστεί κάτι είναι το πιο εύκολο, το δύσκολο είναι να παραμείνει δεμένη μια σχέση και να έχει διάρκεια. Εδώ όμως ο έρωτας τελειώνει απρόσμενα, είναι η πραγματικότητα η ίδια που δίνει τις απαντήσεις και βάζει τίτλους τέλους.
“Αυτό ήταν και μέρος του προβλήματος: το γεγονός ότι δεν τον άκουγε ποτέ, κι ήθελε να τα κάνει όλα με το δικό της τρόπο”
“Αυτό ήταν το πρόβλημα με τις γυναίκες που δεν ήταν πια ερωτευμένες ͘ το πέπλο του έρωτα έπεφτε από τα μάτια τους και κοιτούσαν βαθιά μέσα σου και καταλάβαιναν τα πάντα για σένα”