Είναι κάποιοι συγγραφείς που όσο γράφουν τόσο πιο πολύ ωριμάζουν, τόσο πιο πολύ αποκαλύπτουν αυτό το έμφυτο χάρισμα που τους έχει δοθεί να συναρπάζουν τους αναγνώστες κάνοντας χρήση της γνώσης τους περί Ιστορίας με έναν κατά πολύ δικό τους τρόπο, μοναδικά σαγηνευτικό. Γιατί η Ιστορία είναι η απόδειξη της ύπαρξης του ανθρώπου, είναι εκείνο το όχημα που έχει τη δύναμη να μας μεταφέρει σε άλλους χρόνους και να τους ξαναζούμε σαν εμφανιστεί ένας πεφωτισμένος σαν τον Χουάν Μαρσέ να εκτοξεύει την περιέργειά μας και την φιλομάθεια μας.“Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία” είχε γράψει ο Κικέρων. Πράγματι, η ιστορία, όπως και η τέχνη, είναι το πέρασμα του ανθρώπου από τη γη, είναι η απόδειξη της ίδιας του της ύπαρξης, των λαθών του αλλά και των επιτευγμάτων του.
Επιστροφή στην πραγματικότητα και ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη ζωή
Τα πρόσωπα της Ιστορίας είναι συνυφασμένα με τις τύχες των λαών, πρόσωπα που άλλαξαν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο τον ρου της ιστορίας και τον επηρέασαν καίρια με τις σωστές ή λανθασμένες αποφάσεις της. Η ιστορία μάς διδάσκει και μας θυμίζει πώς να αποφεύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, πολλές φορές όμως μας θυμίζει και το πόσο τρωτοί είμαστε, πόσο εύθραυστοι είμαστε, πόσο αδύναμοι είμαστε. Το βιβλίο του Μαρσέ Μια μέρα θα γυρίσω είναι αναμφίβολα το καλύτερο μυθιστόρημά του, είναι ένας ύμνος στην Ιστορία μέσα από την πορεία της ζωής του πρωταγωνιστή του, έτσι όπως ο ίδιος ο Μαρσέ έχει καταφέρει να την επεξεργάζεται, να την ερμηνεύει, να την σμιλεύει με την πένα του για να μας προσφέρει τόσο απλόχερα τη δυνατότητα να την απολαμβάνουμε. Εκτός των άλλων, είναι και ένας στοχαστής του καιρού μας μέσα από αυτήν την τέχνη του, την λογοτεχνία που μοιάζει με γλυπτό του Ροντέν, το αποτέλεσμα του οποίου θέλουμε να καθυστερήσει να γεννηθεί γιατί η διαδικασία μέχρι την τελική περαίωση είναι ένα μικρό θαύμα που τόσο μας αρέσει.
Στα σοκάκια της μεταπολεμικής Βαρκελώνης, εκεί που η καταλανική πατριωτική ατμόσφαιρα υπερασπίζεται την ταυτότητά της και οι ήχοι του πολέμου ακόμα ακούγονται στους ερημωμένους δρόμους, ο Μαρσέ ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας μέσα από την παρουσία και την αφήγηση του πρώην αντάρτη του ισπανικού εμφυλίου Τζαν Τζουλιβέρτ. Πρόκειται για μια ιστορία ολοζώντανη μιας και οι μνήμες από τον πόλεμο ακόμα και χρόνια μετά δεν έχουν σβήσει και ούτε πρόκειται. Πριν την αφιξή του και με όπλο τον ανιψιό του Νέστορα εκτυλίσσεται ένα υπόγειο παζάρι διαλόγων και συζητήσεων σε σχέση με την επιστροφή του και ξεδιπλώνεται όλο το φάσμα των διαφορετικών απόψεων για μια περίοδο δικτατορίας που διανύει η κοινωνία. “Η προσδοκία που η επιστροφή του είχε ξυπνήσει μες στη γειτονιά άρχισε να φθίνει. Ίσως αυτό που συνέβαινε να ήταν ότι δεν είχε πια την ηλικία, ούτε τα κότσια, καθόλου, ίσως να μην έδινε δεκάρα για όλ’ αυτά”.
Αν ήθελε κανείς να αναπαραστήσει το Μια μέρα θα γυρίσω σε πίνακα ή σε φωτογραφία, αυτή θα ήταν σίγουρα ασπρόμαυρη γιατί ασπρόμαυρη και σκληρή είναι η περιγραφή της ζωής στην μεταπολεμική Βαρκελώνη, ο πόλεμος άφησε πίσω θύματα αλλά και ζωντανούς νεκρούς. Εικόνα θλίψης παρουσιάζει η πόλη, με ανθρώπους έρμαια της μοίρας τους, εκπρόσωποι μίας εποχής όπου η αστυνομία υπάγεται στο αδυσώπητο φρανκικό καθεστώς και η εγκληματικότητα μικρής και μεγάλης κλίμακας βρίσκεται σε έξαρση. Να θυμίσουμε πως ο Ισπανικός Εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε στις 17 Ιουλίου 1936 και ολοκληρώθηκε με την επικράτηση του δικτάτορα Στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο την 1 Απριλίου 1939.
Πρόκειται για έναν πόλεμο σημαδιακό και καθόλα αιματηρό, έναν ολέθριο πόλεμο ο οποίος άναψε το φυτίλι για το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, όπως τουλάχιστον αναφέρουν οι μελετητές. Είναι ο πόλεμος που κόστισε συνολικά τη ζωή σε περίπου 500000 ανθρώπους, που διέλυσε την πόλη Γκερνίκα και αφάνισε χωρίς λόγο 250000 αμάχους, είναι ο πόλεμος που ανέδειξε τον στρατηγό Φράνκο ως κυρίαρχη μορφή της ισπανικής πολιτικής σκηνής των επόμενων δεκαετιών βυθίζοντας τη χώρα στην ανελευθερία και την καταστρατήγηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ο Μαρσέ έχει την ικανότητα να μας πιάνει από το χέρι πηγαίνοντάς μας σε έναν περίπατο που τίποτα δεν είναι ευχάριστο, γιατί η ίδια η ζωή είναι συνυφασμένη με την χαρμολύπη. Οι ήρωές του δεν κρύβονται αλλά αποκαλύπτουν όλες τις αδυναμίες τους, τις ιδιοτροπίες τους, τα σφάλματά τους και τις προσδοκίες τους σε έναν κόσμο που δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Και στον λόγο του συγγραφέα διαφαίνεται συνεχώς αυτή η νοσταλγία για την Βαρκελώνη που ανέκαθεν υπήρξε πεδίο συγκρούσεων στην ισπανική πραγματικότητα και το μυθιστόρημα ενέχει την εντοπιότητα μίας πόλης που έζησε και ζει στον ρυθμό της απόσχισης από την μαδριλένικη εξουσία. Ο Μαρσέ καταπιάνεται με τη συλλογική μνήμη, την αναλύει και την παρουσιάζει μέσα από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν και τελικά μας παραδίδει ένα πολύ πλούσιο σε εικόνες και σε πληροφορίες μυθιστόρημα σε μια εποχή και περίοδο κρίσιμη, σε μια περίοδο όπου η Ιστορία διαγράφει τη δική της πορεία.
“…έκοψε ένα τρυφερό χορταράκι και το ‘φερε στο στόμα και η οικεία γεύση του γλυκάνισου τον γύρισε για μια στιγμή στους σκονισμένους δρόμους γύρω απ’ το χωριό του Σαντ Ζάουμε, πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν τους διέτρεχε σπρωγμένος απ’ το μίσος, προς αναζήτηση των αποδεκατισμένων λόγω της ήττας φίλων του…”