Η θρησκεία, το αρχαίο και ένδοξο παρελθόν, η θάλασσα καθώς και η διαχρονική ελληνική γλώσσα είναι τα εργαλεία της αφήγησής του, το προπύργιο των αναφορών του Κόντογλου σε μια προσπάθεια αναδρομής στις ιστορίες των ανθρώπων όπως για παράδειγμα ο Καπετάν Ρόγκος ή ο Αλέξης, ο Τσομπάνης. Είναι αυτές οι μορφές που γεμίζουν με συναίσθημα, με χαρά αλλά κα λύπη τα όσα ο ίδιος θέλει να μας αφηγηθεί. Η ντοπιολαλιά του έντονη μα συνάμα και αυθεντική σε μια χώρα που εκατό χρόνια μετά παλεύει να τη σώσει από τους εγχώριους αδιάφορους ομιλητές της. Οι σκηνές που καταγράφει θυμίζουν τις τοιχογραφίες του επίσης πολύ σπουδαίου Θεόφιλου Χατζιμηχαήλ, του ζωγράφου δηλαδή που στα έργα του απεικόνισε το ελληνικό στοιχείο, έτσι όπως κανείς δεν το είχε καταφέρει έως τότε και έτσι όπως κανείς δεν θα το κατάφερνε ποτέ ξανά.
Ο Κόντογλου «παρασύρεται», θυμάται και χτίζει με δεξιοτεχνία ένα ηρωικό μοιρολόι για όσα χάθηκαν, για όσα είναι κτήμα της ιστορίας. Δεμένος στο άρμα μιας ζωής που έμεινε χαμένη στις μνήμες, μας ταξιδεύει με ένα μελαγχολικό τραγούδι που εκπέμπει όλο τον παλμό της εσωτερικής του φωνής και είναι εκείνο που τον καλεί να μην ξεχάσει. Έτσι δεν έχει άλλο τρόπο παρά να γεμίσει τα χαρτιά του με ιστορίες λησμονιάς και νοσταλγίας, ιστορίες γεμάτες φως γιατί γνωρίζει πως το Αϊβαλί που δεν θα ξαναδεί είναι πάντα μέσα του και το φυλάει σαν κόρη οφθαλμού βαθιά μέσα στην ψυχή του. Και είναι κάτι που οφείλει τόσο σε εκείνον όσο και στην οικογένειά του, στον ίδιο του τον τόπο.