Διαβάζοντας τον τίτλο περί φόνων ανατρέχει ο αναγνώστης με το μυαλό του σε φόνους ιστορικούς και περίφημους, όπως για παράδειγμα τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη από την Ιουδήθ, που ενέπνευσε και τον γνωστό ζωγραφικό πίνακα του Καραβάτζιο ή ακόμα σε φόνους μυθικούς όπως τον φόνο του Προμηθέα από τα όρνεα που αποφάσισε ο Δίας να του φάνε το συκώτι για να τον τιμωρήσει για τη φωτιά που χάρισε στους ανθρώπους. Αυτοί και άλλοι φόνοι που απασχόλησαν τον κόσμο θα μπορούσαν να είναι το θέμα του βιβλίου εκ πρώτης όψεως. Ο σπουδαίος και εκκεντρικός Μαξ Άουμπ, ο οποίος και συμμετείχε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής και έκανε παρέα με τον Πικάσο, τον Μαλρό, τον Νταλί και τόσους άλλους, είχε όμως άλλη ιδέα περί φόνων, πολύ πιο προχωρημένη και ρηξικέλευθη. Ασχολείται με φόνους που αγγίζουν τα όρια του παράλογου, πρέπει να είχε κάπως επηρεαστεί άλλωστε από τις συζητήσεις και την επιρροή των σουρεαλιστών καθώς ο αναγνώστης ανακαλύπτει την ευφυΐα και την ευστροφία του στην επινόηση ιστοριών.
Πρόκειται για πολύ ιδιαίτερες σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες που έχουν σκωπτικό και φλεγματικό χαρακτήρα, ιστορίες που μας εντάσσουν σε ένα διαφορετικό πλαίσιο καθώς ο Άουμπ δείχνει τη διάθεση να περιπαίξει, με την καλή έννοια, τον αναγνώστη αλλά και να τον προκαλέσει. Οι φόνοι του δεν έχουν καμία σχέση με τους φόνους της οδού Μοργκ του Πόε ή με φονικά αστυνομικής φύσεως τύπου Σιμενόν ή Αγκάθα Κρίστι. Τουναντίον, έχουν το μοναδικό προνόμιο να παρουσιάζουν μια πολυδιάστατη λειτουργία και σκοπό έχουν να κινήσουν το ενδιαφέρον και να διασκεδάσουν τον αναγνώστη μέσα από ένα σχεδόν παράλογο χαρακτήρα, με τα υπονοούμενα και τις μεταφορές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να κάνει ευχάριστες τις αφηγήσεις του.