Πώς είναι άραγε να ζεις στη σκιά μιας ανεπιθύμητης αποκάλυψης ενός επτασφράγιστου μυστικού που με νύχια και με δόντια παλεύεις να κρατήσεις κρυφό; Πώς είναι να έχεις σημειωμένα όλα όσα σε απασχολούν και να φοβάσαι πως ανά πάσα στιγμή αυτές οι σημειώσεις, οι τόσο πολύτιμες σημειώσεις μπορούν να γίνουν βορά στις αδηφάγες ορέξεις μιας αυτοτροφοδοτούμενης περιέργειας; Είναι πολλά αυτά που διακυβεύονται για την αφηγήτρια και τα οποία παραθέτει μέσα σε αυτό το χρονικό που μας παρουσιάζει για να νιώσουμε, όπως και εκείνη, και εμείς με την σειρά μας πως όλα όσα καταθέτει είναι αποτέλεσμα ενός εσωτερικού κόσμου που πάλλεται, μιας φωνής που θέλει να μιλήσει για όλα αυτά που την καίνε μέσα της. Είναι μια λύτρωση η γραφή και η καταγραφή, είναι μια κατά κάποιο τρόπο εξομολόγηση όλο αυτό που μοιράζεται μαζί μας και ονομάζει απαγορευμένο τετράδιο, μια πόλη είναι τα λόγια της και κάτοικοί της είναι οι λέξεις.
Μιλώντας και γράφοντας για όλα αυτά τα απόκρυφα που δέρνουν την ψυχή
Η πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια είναι δέσμια αυτού του τετραδίου, το τετράδιο καθίσταται ένα φρούριο το οποίο καλείται να υπερασπιστεί μέχρι τέλους, ένα φρούριο που δεν πρέπει επ’ ουδενί να βρεθεί στα χέρια του “εχθρού”, όποιος και αν είναι αυτός. Η ίδια μέσα από την αφήγησή της παλεύει να πει όσα έχει μέσα στην ψυχή της, το τετράδιο είναι ένας τρόπος να φυγαδεύσει όσα μυστικά επιθυμεί να κρατήσει μακριά από τους επίμονους και επίδοξους θηρευτές, τον άντρα της τον Μικέλε και τα παιδιά της που ίσως βρουν το τετράδιο αναζητώντας κάτι άλλο. Εκείνη λοιπόν τρέμει στην ιδέα πως όσα γράφει μπορεί να ανακαλυφθούν από ένα λάθος δικό της, από μια αφηρημάδα της, από κάποιο βλέμμα για αυτό και γράφει τα βράδια που όλοι κοιμούνται, όμως ακόμα και τότε νιώθει πως κάποιος μπορεί να παραφυλά και να εισβάλει στον ιδιαίτερο χώρο της. Δεν θέλει να βγει τίποτα στην φόρα, θέλει διακαώς να κρατήσει κλειστό το ταμείο της ζωής της, τα γραπτά της, αυτό το πολύτιμο ημερολόγιο που τόσο την ανακουφίζει.
Νιώθει όμως και ενοχές για αυτό το παράξενο τετράδιο, πώς άραγε είναι ικανή να κρατά τόσον καιρό τα μυστικά της κρυμμένα, πόσο θα μπορέσει να κρατήσει μακριά όλους αυτούς που την περιτριγυρίζουν καθημερινά, αυτούς με τους οποίους μιλά και έχει δίπλα της. Ζει έντονα την κάθε στιγμή περιγράφοντας εικόνες και πρόσωπα, μιλώντας και καταμαρτυρώντας τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Και όμως κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της αισθάνεται πως αυτό που κάνει είναι λάθος και πως πρέπει να απαλλαχτεί επειγόντως από αυτό το σατανικό τετράδιο που μόνο προβλήματα μπορεί να της δημιουργήσει. Ζει λοιπόν σε μια κατάσταση πίσω μπρος και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι καθώς συνεχίζει να γράφει γνωρίζοντας πως το τετράδιο την απελευθερώνει από τη μία, ωστόσο από την άλλη της δημιουργεί ανησυχία και άγχος.
“Πρέπει να καταστρέψω το τετράδιο, να καταστρέψω τον διάβολο που κρύβεται εδώ μέσα, ανάμεσα στις σελίδες, ανάμεσα στις ώρες της ζωής. Το βράδυ, όταν καθόμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι, μοιάζουμε ξεκάθαροι και πιστοί ο ένας στον άλλο, χωρίς πονηριές ͘ εγώ όμως ξέρω τώρα πια πως κανείς από μας δε δείχνει το αληθινό του πρόσωπο, ότι κρυβόμαστε, μεταμφιεζόμαστε όλοι, από ντροπή ή από πείσμα”. Αυτός ο διάβολος που περιγράφει είναι ό,τι πιο κρίσιμο έχει να διαθέσει γιατί είναι όλη η ζωή της, είναι όλα όσα την απασχολούν μέρα και νύχτα, είναι οι συσχετισμοί της με το άμεσο αλλά και με το μακρινό της περιβάλλον. Νιώθει λοιπόν πως αν κάτι πάει στραβά και μαθευτεί η ίδια θα χαθεί και μαζί της θα καταποντιστεί και όλο το οικοδόμημα που με τόσο κόπο έχτισε.
Ως γυναίκα, μητέρα και σύζυγος νιώθει πως δεν μπορεί να έχει μυστικά από κανέναν πως ο ρόλος της είναι πολύ κρίσιμος και πως κάθε εξωγενής δραστηριότητα, κάθε κρυφό ημερολόγιο μπορεί να είναι ένα πλήγμα ως προς τον ρόλο της, όμως αυτό είναι αυτό που η ίδια αισθάνεται και είναι τόσο φειδωλή στο να πει πως έχει κρυφό τετράδιο, γιατί όμως να της απαγορεύεται να έχει μυστικά; Ιδού το ερώτημα! “Η αλήθεια, άλλωστε, είναι πως, όταν γράφω σε τούτο το τετράδιο, νιώθω ότι διαπράττω ένα σοβαρό αμάρτημα, μια ιεροσυλία: μου φαίνεται σαν να συνομιλώ με τον διάβολο. Ανοίγοντάς το, τα χέρια μου τρέμουν: φοβάμαι. Βλέπω τις λευκές σελίδες, με τις παράλληλες ρίγες, έτοιμες να φιλοξενήσουν το χρονικό των μελλοντικών ημερών μου και, ήδη προτού τις ζήσω, μου προκαλούν αγωνία”. Είναι μια συνεχόμενη αγωνία αυτή που την διακατέχει, ένα συνεχόμενο ράπισμα στην ψυχή της από το οποίο δυσκολεύεται ν’ απεμπλακεί.
Όλα όσα με τόσο πάθος, επιμέλεια, αγωνία αλλά και συναισθηματική φόρτιση καταθέτει η συγγραφέας και αφηγήτρια είναι μέρος μιας ζωής που πολλές φορές είναι καταπιεστική και απαιτητική μέσα στις ατελείωτες μέρες και νύχτες. Είναι μια ευκαιρία αυτό το τετράδιο να αναμετρηθεί η ίδια με τον εαυτό της και κατά προέκταση και με όλα εκείνα που την ευχαριστούν ή την πληγώνουν, την ηρεμούν ή τελικά την ταράζουν. Το τετράδιο είναι μια παρτίδα σκάκι όπου κάθε προσπάθεια να καταγραφεί κάτι είναι και μία ριψοκίνδυνη κίνηση καθώς περιμένει ανά πάσα στιγμή μια πιθανή αντίδραση από την άλλη μεριά, είναι όμως παράλληλα και ένα παιχνίδι με τον ίδιο της τον εαυτό, μια δοκιμασία που μάλλον άξιζε να δοκιμάσει για να δει και να τεστάρει τις αντοχές της ως γυναίκα, μητέρα και σύζυγος.
“Ήθελα ν’ απομονωθώ, για να γράψω ͘ και όποιος θέλει να κλειστεί στη μοναξιά του, μέσα σε μια οικογένεια, κουβαλάει πάντα εντός του τον σπόρο της αμαρτίας”