Το βιβλίο αυτό γράφεται πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και σε μία περίοδο ιδιαίτερα δημιουργική για πολλούς από τους συγγραφείς που είναι ενεργοί. Είναι μια περίοδος όπου ο καθημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει προβλήματα και έχει ανησυχίες, αγωνίες και ένα περιρρέον άγχος για την υπόστασή του σε μια κοινωνία εξαιρετικά ασταθή. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος ο Έσσε, όπως έκανε και με τον Ντέμιαν, μιλά τη γλώσσα του στοχασμού και της φιλοσοφίας, γιατί όχι και της ψυχολογίας. Δεν είναι εξάλλου ο μόνος που θα καταπιαστεί με την κρίση του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά συνεχώς απάγκια και λιμάνια για να κατευνάσει τα εσωτερικά του άγχη. Αυτός ο περιπλανώμενος ήρωας που μας παρουσιάζεται εδώ μήπως δεν προέρχεται άραγε από τον ίδιο τον Δον Κιχώτη που ζει ελεύθερος και βρίσκεται σε συνεχή περιδίνηση σε αναζήτηση ευτυχίας. Ο Έσσε, πιστός στις επάλξεις και αναζητώντας απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, χρησιμοποιεί τον Κνουλπ ως πρόσωπο για να θέσει τα δικά του διλήμματα.
Στην αναζήτηση μιας ευτυχίας που προσφέρει η ελευθερία και η απλότητα
Μοναχικός, ανεξάρτητος, περιπατητής και περιπλανώμενος γιατί ελεύθερος από δεσμεύσεις, ο Κνουλπ είναι ένα άλλο πρόσωπο του ίδιου του Έσσε, κάτι που εξάλλου κάνει και ο σύγχρονός του Πεσσόα με τα δικά του πρόσωπα. Ο Κνουλπ σαν άλλος Καβάφης πάει αλλά δεν δεσμεύεται, είναι ένα πρόσωπο που γυρνάει συνεχώς αναζητώντας κάτι ασαφές και όμως αυτό είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό του, να ζει για τη στιγμή και να μην αγκιστρώνεται πουθενά και με τίποτα. Είναι ένα είδος flaneur για να θυμηθούμε και τον Περιπατητή των δύο όχθεων του Απολιναίρ, ο ήρωας του οποίου κυκλοφορεί στην πόλη δίχως κάποιο συγκεκριμένο λόγο αλλά απολαμβάνοντας αυτούς τους περιπάτους παρατηρώντας. Είναι ενδεχομένως και μια απόπειρα αποδέσμευσης από όλα αυτά που λαμβάνουν χώρα στην κατάσταση της ίδιας της χώρας στην οποία ανήκει, είναι ενδεχομένως ένας τρόπος να κρατήσει αποστάσεις από μια πραγματικότητα της οποίας αρνείται για λίγο να είναι μέλος.
Ο Βασίλης Τσαλής που ανέλαβε με επιτυχία το έργο της μετάφρασης γράφει στο τέλος του βιβλίου στο σημείωμά του τα εξής ενδιαφέροντα: “Η περιπλάνηση του Κνουλπ μπορεί να εκληφθεί αφενός μεν στην κυριολεξία της, ως η περιπέτεια ενός ανθρώπου δίχως ρίζες, σε συνεχή κίνηση, αλλά ταυτόχρονα και ως μεταφορά της διαρκούς σύγκρουσης που βιώνει ο καλλιτέχνης, ο οποίος φέρει το στίγμα της ανεστιότητας ως εγγενές χαρακτηριστικό του”. Είναι αναμφισβήτητα μια περιπέτεια της ψυχής και του νου που εκτελείται εδώ σε μια προσπάθεια του ίδιου του συγγραφέα να δει μέσα του, να έρθει σε διάλογο με τον εαυτό του και να συνομιλήσει με το εγώ του, να δει το πρόσωπο του μέσα στον Κνουλπ ως ένα είδος καθρέφτη και να γίνει κύριος του εαυτού του μέσα από μία ενδοσκόπηση. Ο Κνουλπ είναι ένα πρόσωπο που αναζητά τα πατήματά του, αναζητά το ίδιο του το είναι για αυτό και απομακρύνεται από όσα τον περιβάλλουν. Πώς μπορεί κανείς να είναι καλά με τους γύρω όταν ο ίδιος ακροβατεί, να λοιπόν ο στόχος του που είναι να κατακτήσει την κυριότητα του εαυτού του και αυτό είναι δείγμα ενός μεγάλου καλλιτέχνη όπως είναι ο Έσσε.
Ο Κνουλπ μοιάζει απογοητευμένος από το περιβάλλον του και τις συναναστροφές του και για αυτό επιχειρεί να γνωρίσει και πάλι τον ίδιο, ένας λόγος για τον οποίο δεν μένει πουθενά για πολύ καιρό. Ο Έσσε δίνει στο μυθιστόρημα και μια νότα ποιητική καθώς μέσα από τις περιγραφές του αναδεικνύεται αυτή η άκρατη επιθυμία να απέχει ο Κνουλπ από τα πάντα και να γυρίσει στη φύση ώστε να νιώσει την ευδαιμονία που ενδεχομένως η πόλη δεν μπορεί να προσφέρει. “Στο ποτάμι στάθηκε πολλή ώρα και έγειρε στην ξύλινη κουπαστή πάνω από το νερό που έρρεε, όπου κυμάτιζαν οι μακριοί μίσχοι των φυκιών και οι λεπτές ράχες των ψαριών έστεκαν μαύρες και ακίνητες πάνω από τα τρεμουλιαστά βότσαλα. Ανέβηκε στο παλιό γεφύρι και στη μέση του έπεσε στα γόνατα για να νιώσει βαθιά μέσα του, όπως όταν ήταν έφηβος, την εξαίσια, ζωηρά ελαστική δόνηση της γεφυρούλας”. Καταλαβαίνουμε πως ο Κνουλπ ευχαριστιέται με τα πιο απλά πράγματα, έχει αυτήν την αδήριτη ανάγκη να απολαύσει τους καρπούς μιας εφηβικής νοσταλγίας που για κάποιον λόγο χάθηκε τόσο άδοξα.
Θέλει διακαώς να επιστρέψει σε γνώριμα μέρη, να ξαναγνωρίσει αυτά τα μέρη που σαν νέο τον έκαναν να ονειρεύεται, χρειάζεται χρόνο και χώρο που του προσφέρουν ο περίπατος στον κήπο, να αγγίξει τους καρπούς ενός δέντρου, να νιώσει την ελευθερία που στερήθηκε. Ο Κνουλπ αναγεννάται και ξανανιώνει καθώς αφηγείται αυτές τις στιγμές της χαράς που αντλεί από όσα αγαπούσε και τώρα ξαναβρίσκει: “…οι βροχές και το χιόνι του μιλούσαν, εδώ η γη και ο αέρας είχαν ζωντανέψει στα όνειρα και στις επιθυμίες του, συνομιλούσαν με αυτά και ανάσαιναν μαζί τους”. Είναι ένας άνθρωπος που αποστασιοποιείται από όσα συμβαίνουν στο αστικό περιβάλλον, απορρίπτει την ανθρώπινη επαφή και επιστρέφει στη δύναμη της φύσης, εκεί ξαναβρίσκει τον εαυτό του και στοχάζεται ελεύθερα με πνεύμα ελεύθερο και ανεξάρτητο δίχως περιορισμούς. Οι μνήμες είναι τελικά αυτές που είναι ικανές να τον επαναφέρουν σε ένα παρόν που είναι εμποτισμένο και εμπνέεται από ένα νοσταλγικό παρελθόν. Ο Έσσε ξεδιπλώνει τον στοχαστικό του οίστρο και στον Κνουλπ βρίσκει έναν τρόπο να αρθρώσει έναν λόγο βαθιά ανθρώπινο που είναι άλλωστε και το ζητούμενο σε όλο του το έργο.
“Δεν υπήρχε κεραμιδόγατα που να μην την ήξερε, δεν υπήρχε κήπος που να μην είχε δοκιμάσει τους καρπούς του…”
“Δεν ξέρω αν αξιοποίησες τα ταλέντα σου και αν τα καλλιέργησες περαιτέρω, αλλά θαρρώ ότι τα κράτησες μόνο για τον εαυτό σου, έτσι δεν είναι;”