Η λογοτεχνία, μέσω γνωστών ή λιγότερο γνωστών εκπροσώπων της, ανέκαθεν υπήρξε ένας μοχλός και ένας ουσιώδης τρόπος ανάδειξης των κοινωνικών ζητημάτων και οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά τους και την αφήγησή τους καθρεφτίζουν με γλαφυρό και έμμεσο τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ανταποκριτές της οι ίδιοι μας καλούν σε συστράτευση και σε συλλογισμό. Εμείς, ως αναγνώστες αλλά και ως ενεργοί πολίτες, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε το έργο τους, να αφουγκραστούν τον παλμό των ανησυχιών τους και να γίνουμε κοινωνοί των πιο μύχιων σκέψεών τους αναλογιζόμενοι έτσι και τον ρόλο μας σε αυτό το κλίμα αναταραχής. Αναμφίβολα, η ενεργή και δυναμική αντίδραση του καθενός μας απέναντι στο τέρας του ρατσισμού είναι κομβική και επιβεβλημένη, ειδικά στη σημερινή εποχή που το κλίμα αυτό βρίσκεται και πάλι στην κορύφωσή του.
Στη δίνη των γεγονότων της μεγάλης ύφεσης και της θρησκευτικής πίστης
Στα έγκατα της ανθρώπινης φύσης καταβυθίζεται για ακόμα μια φορά ο πολυεπίπεδος και πολυδαίδαλος Τζέιμς Μπάλντουιν με ένα βιβλίο που ουσιαστικά τον πρωτογνωρίσαμε στην λογοτεχνία μιας και πρόκειται για το πρώτο του μυθιστόρημα. Είναι σαφές πως η γραμμή πάνω στην οποία χτίζει τα μυθιστορήματά του και μας παρουσιάζει την φιλοσοφία του είναι ο αγώνας των έγχρωμων της Αμερικής για ένα καλύτερο αύριο σε μια χώρα εχθρική και πολλές φορές άδικη απέναντι σε αυτούς που δούλεψαν σκληρά, ταπεινώθηκαν, εξευτελίστηκαν και πολλές φορές δολοφονήθηκαν στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν τη δική τους φωνή ως μέρος αναπόσπαστο αυτού του λαού. Δεν τους αρκούσε η μοίρα των σκλάβων διότι δεν γεννήθηκαν σκλάβοι, η μοίρα τους όρισε αυτήν την ρετσινιά μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες που όλοι γνωρίζουμε και αυτή τη μοίρα θέλησαν να αλλάξουν.
Ο Τζέιμς Μπάλντουιν ήταν μία γενναία φωνή των έγχρωμων της Αμερικής που πάλεψε με την γραφή του και αγωνίστηκε για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό έκανε με όλη του τη δύναμη, προσπάθησε να δώσει φωνή σε εκείνους που κάποιοι, οι λευκοί κυρίως, πάλευαν με κάθε μέσο να τους την αφαιρέσουν γιατί διέβλεπαν τη δυναμική τους, το σθένος και το θάρρος τους για ζωή. Αυτό το πάθος για ζωή είναι επικίνδυνο όταν είσαι ανασφαλής και νιώθεις πως κινδυνεύεις. Οι έγχρωμοι πολίτες της Αμερικής δεν επιθυμούσαν το πιάτο του διπλανού, το μόνο που ποθούσαν ήταν να αποκτήσουν το δικό τους τίμια και με εργατικότητα. Όλη η ιστορία του ρατσισμού είναι η προσπάθεια να τους στερηθεί αυτό το πιάτο για να μην δυναμώσει μέσα τους η θέληση για ζωή και έτσι να μείνουν μόνιμα υποχείρια των λευκών. Ο Μπάλντουιν είναι δεξιοτέχνης στον τρόπο αφήγησης και συναρπάζει με τον λόγο του, καθηλώνει με την προσήλωσή του στα θεία σε μια προσπάθεια του ήρωά του να ανυψωθεί και να ξεφύγει από τη μοίρα του.
Ζούμε δυστυχώς σε μία εποχή που η στιχομυθία και η αναφορά περί ρατσισμού έχει δυστυχώς επανέλθει πολύ έντονα στο προσκήνιο. Τα κρούσματα ξενοφοβίας και επιθετικότητας έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία και πλήττεται σφόδρα λόγω και του μεγάλου προβλήματος του μεταναστευτικού. Παράλληλα, τα κινήματα της άκρας δεξιάς λαμβάνουν όλο και πιο αυξημένα ποσοστά στις ευρωπαϊκές χώρες κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή της ανόδου του ναζισμού και του φασισμού στην γηραιά ήπειρο τη δεκαετία του 1930. Μέσα σε αυτό το σκηνικό κοινωνικού πολέμου και αστάθειας, μέσα στη δίνη των φυλετικών διακρίσεων και του εκφοβισμού, τα μυθιστορήματα του παρελθόντος όπως αυτά που παρουσιάζονται εδώ έρχονται να μας θυμίσουν πόσο εύθραυστος είναι ο κοινωνικός ιστός και πώς η ιστορία μπορεί και επαναλαμβάνεται με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο Μπάλντουιν εγγράφει σε αυτό το μυθιστόρημα πολλές προσωπικές εμπειρίες από μια περίοδο που σημαδευόταν, εκτός από τις φυλετικές διακρίσεις, και από μια οικονομική αστάθεια απόρροια του μεγάλου κραχ του 1929. Μέσα σε αυτόν τον κοινωνικοπολιτικό πυρετό, η επίκληση στα θεία δεν είναι τυχαίο γεγονός και ο ήρωάς του που ετοιμάζεται από την οικογένειά του να γίνει ιεροκήρυκας πορεύεται σε ένα δύσβατο και ανηφορικό δρόμο, ένα δρόμο που δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Είναι ένας δρόμος που εξασφαλίζει οικονομική βιωσιμότητα από τη μία και αναγνώριση από την άλλη, ένας κληρικός είναι ένα πρόσωπο που χαίρει εκτίμησης και παράλληλα η πίστη στα θεία και η προσήλωση στον Θεό μπορεί να εξασφαλίσει μια αγαλλίαση. Ο Τζον προετοιμάζεται να πορευτεί σε έναν ειρηνικό δρόμο που θα του χαρίσει μια καλύτερη ζωή από εκείνη των γονιών του, μια πορεία πιο αρμονική, μια καλύτερη θέση στην κοινωνία. Είναι βέβαια κάτι που του επιβάλλεται αλλά έχει άραγε δυνατότητα επιλογής όταν όλα γύρω θυμίζουν πολεμικό τοπίο;
Όπως στο Κουαρτέτο του Χάρλεμ, έτσι και εδώ, ο Μπάλντουιν θέτει το κέντρο των εξελίξεων στη γνωστή γειτονιά εκεί όπου τα δικαιώματα των λευκών καταπατώνται, εκεί όπου ο Τζον, με εγγεγραμμένο στο αίμα του και την όψη του τη διαφορετικότητα του χρώματός του, περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης για να καταλάβει αν έχει θέση σε έναν λαβύρινθο, σε έναν τόπο που φέρνει πάνω του το σημάδι του ρατσισμού σχεδόν από τις απαρχές του. Εκείνος έχει να αντιμετωπίσει αυτήν την αμερικανική κακή παράδοση που θέλει τους έγχρωμους υποδεέστερους μέχρι και σήμερα. Όλη αυτή η αναδρομή του στο παρελθόν είναι ενδεχομένως ένας τρόπος για τον Μπάλντουιν να πιάσει το νήμα της τότε αναταραχής και να προσπαθήσει από τη δική του οπτική γωνία να ερμηνεύσει τα πολλές φορές δυσερμήνευτα γεγονότα. Και τα όσα βιώνει τώρα η πόλη της οποίας είναι μέλος εγγράφονται στο γενικότερο σκηνικό μιας θύελλας που τώρα θερίζει όσα έσπειρε.
“Θα γινόταν κάποτε ο Τζον ένας απ’ αυτούς τους νεαρούς; Ένας απ’ αυτούς τους νεαρούς που στέκονταν τώρα μπροστά από τις βιτρίνες μαγαζιών, μπροστά από μπιλιαρδάδικα, σε κάθε γωνιά του δρόμου, που της σφύριζαν, καθώς περνούσε, που τα λιγνά τους κορμιά έμοιαζαν να πάλλονται από τεμπελιά και μοχθηρία και απογοήτευση”