Η ιστορία και ο συμβολισμός πίσω από τον μαύρο οβελίσκο είναι μία απορία που δεν έχει βρει την τελική της απάντηση, αφού οι εκδοχές ως προς την ερμηνεία είναι πολλές και εξίσου ενδιαφέρουσες. Ο Ρεμάρκ σε κάθε περίπτωση χτίζει ένα μυθιστόρημα βασισμένο πάνω στα δικά του βιώματα σε βαθμό που κανείς απορεί αν είναι από μέρους μία προσπάθεια να αυτοαναλυθεί και να διεισδύσει σε όσα τον απασχολούν. Το Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο ήταν και παραμένει το σημείο αναφοράς του Ρεμάρκ όμως αυτό το βιβλίο – χάρη και στην εξαίρετη μετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη – παρουσιάζεται ως ένα είδος αυτοβιογραφίας που συγκλονίζει με πολλές φορές ωμό και καυστικό τρόπο.
Ο Ρεμάρκ μας περιγράφει όσα διαδραματίστηκαν με την επιστροφή από έναν ταπεινωτικό και ολέθριο για τα γερμανικά συμφέροντα πόλεμο. Βρισκόμαστε στο 1923 όμως ο πόλεμος ηχεί ακόμα και η γερμανική κοινωνία μοιάζει να μην έχει συνέλθει από την δραματικότητα της απώλειας και την ταπείνωση από την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η κοινωνία και οι άνθρωποι που την απαρτίζουν ζουν σε έναν πλασματικό δικό τους μικρόκοσμο χαμένοι στα όνειρα μιας μεγάλης Γερμανίας που ποτέ δεν είδε το φως. Νοσταλγοί λοιπόν ενός μακρινού παρελθόντος μέμφονται τις ξένες δυνάμεις και πασχίζουν να ορθοποδήσουν πάνω όμως σε γυάλινα πόδια και σε αμμώδη βάση. Μοιάζει η κοινωνία να ζει ακόμα υπό τις σκιές του πολέμου και οι στρατιώτες που επέστρεψαν από το μέτωπο ζωντανοί να θυμίζουν ζωντανούς νεκρούς. Αυτοί άλλωστε είναι και οι ήρωες του Μαύρου οβελίσκου που ξεδιπλώνουν τις αγωνίες τους και εξωτερικεύουν τα εσωτερικά τους πάθη και αγωνίες.