Είναι ευχής έργον να έρχεται αντιμέτωπος ο εκάστοτε αναγνώστης με κείμενα όπως αυτό που επαληθεύουν όσα είχε πει ο Κάφκα σχετικά με τα βιβλία πως δηλαδή έχουμε ανάγκη από εκείνα τα βιβλία που πέφτουν σαν τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Μια τέτοια λειτουργία προσφέρει αυτό το τόσο αινιγματικό μα και τόσο γοητευτικό κείμενο ενός συγγραφέα με φιλοσοφικές αναζητήσεις, έναν ιδιαίτερα προβληματισμένο από την εποχή του συγγραφέα, όπου ειδικά στην χώρα του συνέβαιναν γεγονότα κομβικά στο πολιτικό και κοινωνικό στερέωμα. Το πηγάδι είναι μια πορεία αναζήτησης εκ μέρους του συγγραφέα που παλεύει να βρει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων που τον απασχολούν. Και βέβαια βάζει τον άνθρωπο στο επίκεντρο ώστε να διεισδύσει στην άστατη και δυσερμήνευτη ψυχική του κατάσταση. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ελάδιο Λινασέρο, το άλλο πρόσωπο του Ονέτι ως φαίνεται, μια παράδοση που βρίσκουμε ιδιαίτερα στον Φερνάντο Πεσσόα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο οποίος και εκείνος εφευρίσκει χαρακτήρες που τον εκπροσωπούν.
Ένας προβληματισμένος άνθρωπος που πασχίζει να βρει την αλήθεια μέσα στα όνειρά του
Η ευφυέστατη και πνευματώδης νουβέλα του Χουάν Κάρλος Ονέτι είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση από μέρους του, ένας τρόπος να καταθέσει στο χαρτί όλα αυτά που τον συγκλόνισαν, είναι ένας τρόπος να μιλήσει για τον ψυχισμό του ανθρώπου που κοιτάει βαθιά και βουτά στο πηγάδι για να ξετρυπώσει τις λύσεις στις απορίες που ταλανίζουν τον άνθρωπο από τότε που βρέθηκε στη γη και κυρίως να δώσει απαντήσεις στους γρίφους της ίδιας της ζωής. Στο εξαιρετικά πεφωτισμένο επίμετρο του βιβλίου, ο μεταφραστής Λευτέρης Μακεδόνας επισημαίνει τα εξής ενδιαφέροντα: “Διαβάζοντας το Πηγάδι, έχει κανείς την αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά σε μια πολύπλοκη και πολυδαίδαλη πορεία, η οποία περνά μέσα από όλα τα ερέβη και τις υπαρξιακές περιπέτειες του ανθρώπου του 20ου αιώνα, για να καταλήξει, δια της τεθλασμένης οδού, σε μια ανθρωπιστική ή, σε κάθε περίπτωση, καταφατική στάση προς τη ζωή”.
Ο Ελάδιο Λινασέρο είναι ο άνθρωπος κάθε καιρού και κάθε εποχής, είναι εκείνος που αδυνατεί να καταλάβει το περιβάλλον του και τους ανθρώπους γύρω του διότι οι ίδιοι δεν τον καταλαβαίνουν. Είναι ένας μοναχικός καβαλάρης της ζωής και το πηγάδι σε μια άλλη ανάγνωση δεν είναι ένας τόπος αναζήτησης λύσεων αλλά ένα καταφύγιο, εκεί όπου κανείς αυτοφυγαδεύεται, εκεί όπου και ο ίδιος νιώθει ασφαλής μακριά από τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει γιατί ο κόσμος τον πληγώνει. Το πηγάδι γίνεται λοιπόν μια όαση ανάσας για την πολυβασανισμένη ψυχή του που θέλει να απεμπλακεί από τα τετριμμένα, να απολαύσει μια μοναχικότητα ευεργετική και συνάμα λυτρωτική. Ωστόσο, αυτή του η αποστασιοποίηση τον καθιστά σχεδόν μισάνθρωπο, σαν εκείνον του Μολιέρου που βρίσκει τα πάντα αντιπαθητικά και αδυνατεί να συνυπάρξει σε ένα σύνολο που το χαρακτηρίζει ανοησία και έλλειψη ουσίας.
“Σιχαίνομαι τα πάντα, καταλαβαίνετε; Τους ανθρώπους, τη ζωή, τους καλοσιδερωμένους στίχους. Κρύβομαι σε μια γωνιά και φαντάζομαι τέτοια πράγματα. Και βρομιές, κάθε νύχτα”. Η δίνη των ανήθικων ημερών βρίσκεται εν πλήρει εξελίξει στη Βαβέλ όπου ζούμε και ο άνθρωπος που νιώθει έξω από τα τεκταινόμενα, σαν ψάρι έξω από το νερό, στέκεται ενεός ενώπιον των φαιδρών συμπεριφορών, δοκιμάζεται και υπόκειται σε ψυχολογικό εσωτερικό πόλεμο και στη βάσανο της επιβίωσής του. Είναι όμως και ο έρωτας που βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της προσοχής του, είναι ο έρωτας που επισκέπτεται τον άνθρωπο απροσδόκητα, δίχως να το περιμένει και πέφτει στα δίχτυα του καθώς ο έρωτας δεν κοιτά ψυχές, τις επισκέπτεται όλες ανεξαρτήτως τάξης, ηλικίας, όλοι είναι θύματα του έρωτα και ο ίδιος θύμα των γυναικών, είτε η γυναίκα είναι πόρνη είτε σύζυγος. “Ο έρωτας είναι θαυμάσιος και παράλογος και, για κάποιον ακατανόητο λόγο, επισκέπτεται όλων των ειδών τις ψυχές. Όμως οι παράλογοι και θαυμάσιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν σε αφθονία ͘ και όσοι είναι παράλογοι και θαυμάσιοι είναι μόνο για λίγο καιρό, μόνο κατά την πρώτη τους νεότητα. Από ‘κει και έπειτα, αρχίζουν να συμβιβάζονται και χάνονται”.
Η σύλληψη της ιστορίας και η αφήγησή της με αυτή την αμεσότητα που πραγματικά δεν αφήνει τον αναγνώστη να αποδράσει αλλά τον καθιστά συμμέτοχο και κοινωνό, αποδεικνύει πόσο σημαντικός, πόσο εμβληματικός και πόσο γενναίος υπήρξε ο Ονέτι τόσο για την γενιά του όσο και για την λατινοαμερικανική λογοτεχνία των επιγόνων του στο σύνολό της. Ο Ονέτι χρησιμοποιεί το πηγάδι ως αλληγορικό στοιχείο για να καθρεφτίσει έναν κόσμο, τόσο τον δικό του, τον εσωτερικό όσο και αυτόν που ξεθωριάζει γύρω του και ο ίδιος δεν τον αντέχει και του φαίνεται εντελώς φαιδρός. Η ζωή μοιάζει με πηγάδι στο οποίο πέφτουμε και πρέπει να ξαναβγούμε στο φως αν το αντέχουμε γιατί αν μείνουμε βυθισμένοι σε αυτό θα κυλιστούμε στην απουσία και την ανυπαρξία, θα μείνουμε συντροφιά με τα αδιέξοδά μας και αγκαλιά με τον μισανθρωπισμό μας.
Το κείμενο του Ονέτι αποτυπώνει έκδηλα την κατάσταση του ανθρώπου στον εικοστό αιώνα, σε έναν αιώνα με πολέμους και ανακατατάξεις πολιτικές και κοινωνικές. Πρόκειται για έναν σπουδαίο στοχαστή γιατί η ανάγνωση γίνεται σε πολλά επίπεδα και ο συγγραφέας αδιαμφισβήτητα αγγίζει τα σύνορα μιας λογοτεχνίας που εστιάζει στον σύγχρονο άνθρωπο και θέτει όμως και φιλοσοφικά ερωτήματα, από αυτά που απασχόλησαν πλήθος ανθρώπων της διανόησης όπως τον Σαρτρ, τον Καμύ, τον Βολταίρο και άλλους και συμμετέχει και εκείνος με αυτό το κείμενο στην προσπάθεια ανάδειξης ζητημάτων που δεν έχουν πάψει να μας χτυπούν την πόρτα.
“Όλα στη ζωή είναι σκατά κι εμείς βρισκόμαστε τώρα τυφλοί μέσα στη νύχτα, σε εγρήγορση, χωρίς όμως να καταλαβαίνουμε τίποτα”
“Αυτή είναι η νύχτα. Τώρα θα πέσω στο κρεβάτι, παγωμένος, νεκρός από την κούραση, να πασχίζω ν’ αποκοιμηθώ πριν έρθει το ξημέρωμα, χωρίς να έχω καν τη δύναμη να περιμένω το υγρό κορμί της κοπέλας στην παλιά καλύβα από κορμούς δέντρων”