“Αν καταδικαστώ για κακές πράξεις υπάρχει ακόμα ανοιχτή μια πόρτα για την ελευθερία – μπορώ να σταματήσω τη δράση. Αν η ζωή μου είναι ένα νοσηρό πράγμα, μπορώ να την θυσιάσω. Αν και βρίσκομαι, όπως αληθινά λέτε, στο χείλος κάθε μικρού πειρασμού, μπορώ ακόμη, με μιαν αποφασιστική κίνηση, να βρεθώ σε μια θέση που να μην με φτάνει με τίποτα. Η αγάπη μου για το καλό είναι καταδικασμένη σε κενότητα ͘ ας είναι, και ας μείνει έτσι!” Ο Στήβενσον τοποθετεί αυτά τα λόγια στο στόμα του πρωταγωνιστή του στο Μάρκχαϊμ, μια ιστορία φόνου που μετατρέπεται από τον πρωταγωνιστή σε μία αυθυποβολή αναστοχασμού και περισυλλογής των όσων διέπραξε. Τόσο αυτή η ιστορία όσο και οι άλλες τρεις καταδεικνύουν την φιλοσοφική διάθεση του συγγραφέα που αναμετριέται ανοιχτά με τον θάνατο.
“Για μένα η κακή μου υγεία χρονολογείται από τότε που έμενα άγρυπνος στις τρομερές ατέλειωτες νύχτες, ταραγμένος αδιάκοπα από τον πνιχτό εξαντλητικό βήχα και το πρωί παρακαλώντας να κοιμηθώ, μέσα από τα βάθη του τσακισμένου μικρού κορμιού μου”. Αυτά είναι τα λόγια του συγγραφέα που μοιάζει μέσα από τις αφηγήσεις του να αναζητά την περιπέτεια που ο ίδιος δεν μπόρεσε να ζήσει λόγω της αρρώστιας που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι ιστορίες του Στήβενσον διαπνέονται από ένα έντονο πνεύμα μυστηρίου, από μία αγωνία που ξεχειλίζει, από μία πνευματική διέγερση και από πληθώρα ανατροπών και εκπλήξεων που κανείς δεν γνωρίζει πού θα καταλήξουν. Είναι πολύ πιθανό πως οι χαρακτήρες τους οποίους επινοεί να είναι τα άλλα πρόσωπά του, αλληγορικές ή και παραμορφωμένες φιγούρες της δικής του ιδιαίτερης φυσιογνωμίας.