Όπως στην περίπτωση του Μοράβια όπου ένα του βιβλίο ανακαλύφθηκε τυχαία σε μια βαλίτσα, το ίδιο συνέβη και εδώ αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Το κοινό είναι πως έχουμε ως αναγνώστες, όπως και στην περίπτωση του Μοράβια, ένα βιβλίο το οποίο ήταν κρυμμένο για πάνω από πέντε δεκαετίες. Τώρα το έχουμε στα χέρια μας χάρη στις εκδόσεις Κλειδάριθμος που το μετέφρασαν στα ελληνικά, όπως συνέβη και με τα βιβλία του Μπόσβιτς, δείγματα όλα μιας λογοτεχνίας του μεσοπολέμου που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν και καμία ασυγκίνητο. Το μυθιστόρημα αυτό αποτυπώνει έκδηλα και με γλαφυρό τρόπο όλη αυτή την ατμόσφαιρα του αντισημιτισμού – Εβραίος ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας καθώς και ο αδερφός του – όλο αυτό το πολεμικό πλαίσιο στην γερμανική κοινωνία που φλεγόταν από ρατσισμό έχοντας προηγουμένως φορτώσει στους Εβραίους την οδυνηρή ήττα της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Είναι ένα μυθιστόρημα πολυεπίπεδο και με ισχυρούς συμβολισμούς, είναι ένα μυθιστόρημα που ενέχει και πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά και αυτό το εξηγεί εξαιρετικά στο επίμετρο του βιβλίου ο εκδότης Πέτερ Γκράαφ.
Στη δίνη δραματικών γεγονότων και ενός προδιαγεγραμμένου ολέθριου και σκοτεινού τοπίου
Ο Μεγάλος πόλεμος, ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος έληξε πριν από 105 χρόνια με την ελπίδα πως ο κόσμος θα άφηνε πίσω του τις αιματηρές συγκρούσεις και τον αλληλοσπαραγμό στα διάφορα μέτωπα, πως η ειρήνη θα επανερχόταν και θα βασίλευε από εκείνη τη στιγμή και μετά, μετατρέποντας τον πόλεμο σε μία δυσάρεστη παρένθεση. Δυστυχώς, οι ελπίδες αποδείχθηκαν φρούδες και στην περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι δηλαδή και το ξέσπασμα του ακόμα πιο καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πέθαναν περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους κατά τον Μεγάλο πόλεμο. Εκδιώξεις, μίση, πολιτικές εξοντώσεις, πείνα, φτώχεια και αβεβαιότητα οικονομική, πολιτική και κοινωνική επικράτησαν σε όλη τη Γηραιά ήπειρο και όχι μόνο, με εκατομμύρια θύματα.
Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η αστάθεια και η ευθραυστότητα της συμφωνίας των Βερσαλλιών με την ταπείνωση των ηττημένων Γερμανών συνέδραμαν δίχως άλλο στην ανέλιξη ακροδεξιών δυνάμεων και με αυτόν τον τρόπο τροφοδότησαν τον σπόρο της ανόδου του ναζιστικού μορφώματος που βύθισε τις περισσότερες χώρες στην απόλυτη ανελευθερία και εξαθλίωση. Ο κόσμος άλλαζε προς το χειρότερο και οι ολέθριες εξελίξεις ήταν προ των πυλών. Σε αυτή τη συγκυρία, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικότερα, ειδικότερα οι εβραϊκής καταγωγής, βίωσαν από πρώτο χέρι κάθε είδους διωγμούς και πολλοί από αυτούς υπέστησαν εξευτελισμό, εξορία και θάνατο. Στο βιβλίο αυτό, όπως και σε άλλα της περιόδου αυτής, παρουσιάζεται ο αναγνώστης να βρίσκει μπροστά του την αγωνία της επιβίωσης σε μια εποχή επισφαλή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μέσα σε αυτήν την εχθρική και πολύ απειλητική ατμόσφαιρα εκτυλίσσεται και αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα που ανήκει σε εκείνα τα μυθιστορήματα που άφησαν εποχή και που μας θυμίζουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τι δεν πρέπει να ξαναζήσουμε.
Σε κάποιο σημείο της αφήγησης ο συγγραφέας αναφέρεται στον Εμίλ Ζολά και το Κατηγορώ του και μοιάζει από το σύνολο της αφήγησης και την παράθεση των γεγονότων αυτό να είναι το δικό του κατηγορώ με τον δικό του φυσικά τρόπο. Ο Έριχ Κρακάου είναι ένας άλλος Ντρέυφους που κυνηγιέται σε μια εποχή εξίσου τεταμένη με εκείνη του Ζολά, είναι ένα εξιλαστήριο θύμα πριν ακόμα καν συμβεί η περίφημη Νύχτα των κρυστάλλων και πριν ακόμα οδηγηθούν τα εκατομμύρια των Εβραίων στα κρεματόρια και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Έριχ Κρακάου, αυτός ο περίφημος τσελίστας – μουσικός όπως και ο αδερφός του συγγραφέα και δεν αποκλείεται να υπάρχει μια κάποιου είδους συσχέτιση από τη μεριά του συγγραφέα όπως επισημαίνεται και στο επίμετρο του βιβλίου – είναι στόχος ακραίων και ρατσιστικών φωνών μόνο και μόνο λόγω της ταυτότητάς του παρά το γεγονός πως είναι άριστος στο επάγγελμά του και τη θέση του εποφθαλμιά ένας ατάλαντος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, μουσικός ο οποίος απλώς τυχαίνει να έχει τα μέσα και τις γνωριμίες για να ανελιχθεί και φυσικά είναι άριος Γερμανός.
Ο Πέτερ Γκράαφ αναφέρει στο επίμετρο σε μια αποστροφή του λόγου του: “Στα 28 κεφάλαια, ο Καρλ Λέζερ παρουσιάζει μια πινακοθήκη των ηθών της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πριν τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης. Η πλοκή προωθείται από νέους ανθρώπους οι οποίοι επιδίδονται σε διωγμούς από νεόπλουτους, καιροσκόπους, μανιακούς για εξουσία και σαδιστές, αλλά όμως και από τη διστακτική αναμονή εκείνων που είναι αντικείμενα αυτών των διωγμών, επειδή δεν μπορούν να πιστέψουν αυτό που συμβαίνει”. Τα όσα συμβαίνουν είναι όντως πρωτόγνωρα καθώς το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό και καθώς τίποτε ακόμα δεν έχει συμβεί τόσο συνταρακτικό σε σχέση με όσα θα επακολουθήσουν στο πολιτικό σκηνικό με την πτώση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την επικράτηση του Χίτλερ. Όλα λοιπόν είναι απλά προφητικά σε αυτό το μυθιστόρημα και ο Λέζερ μυρίζεται κατά μία έννοια τις εξελίξεις που καταφθάνουν ως μαύρα σύννεφα αρχικά πάνω από την Γερμανία.
“Οι καλύτεροι χάνονται, δολοφονούνται ή αυτοκτονούν, εγκαταλείπουν τη χώρα ή εξαναγκάζονται να την εγκαταλείψουν”. Αυτό έκανε ο συγγραφέας μετοικώντας στην Βραζιλία για να γλιτώσει από την ναζιστική λαίλαπα, αυτό προσπάθησε να κάνει ο Βάλτερ Μπένιαμιν αλλά δεν πρόλαβε, αυτό ακριβώς έκανε και ο Στέφαν Τσβάιχ που όμως αποφάσισε να αυτοκτονήσει με την σύντροφό του αφήνοντας πίσω ένα σπαρακτικό γράμμα. Και όμως ο Λέζερ δεν οδηγεί τον ήρωά του στον θάνατο και αυτό είναι η αισιόδοξη νότα που θέλει προφανώς να αφήσει να φανεί ως αχτίδα ελπίδας σε έναν κόσμο κακό που διψά συνεχώς για καλοσύνη και για αυτό έχει ανάγκη από Δον Κιχώτες να κατακλύσουν τις πεδιάδες του μήπως και γυρίζει το παιχνίδι υπέρ του καλού.
“…τι θα συμβεί, όταν θα σβήσει και η τελευταία σπίθα πνεύματος σ’αυτή τη χώρα, όταν θα έχει μεταναστεύσει και ο τελευταίος έντιμος άνθρωπος; Τότε, μάλλον θα γιορτάσουν τη νίκη τους, επιτέλους μεταξύ τους, δίχως να τους ενοχλεί πια η διανόηση, θα κάνουν μια στρατιωτική παρέλαση”