Ο Λουίτζι Πιραντέλο μιλάει δια στόματος Ματία Πασκάλ για έναν άνθρωπο που είναι όμηρος ενός διττού εαυτού, μιας δραματικής συγκυρίας που τον βρίσκει αιχμάλωτο της ίδιας του της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας. Ως Ματία Πασκάλ θα βιώσει την απαξίωση από την ίδια του τη γυναίκα και πεθερά μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Θα προσπαθήσει να ορθοποδήσει μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό όπου όλοι τον έχουν ξεγραμμένο, δεδομένο και παραμελημένο. Είναι σκιά του εαυτού του, αγωνίζεται να εκπροσωπήσει το είναι του και να δηλώσει την παρουσία του αλλά στην πραγματικότητα καθίσταται υποχείριο τόσο του πονηρού Μαλάνια που διαχειρίζεται τη μεγάλη περιουσία του πατέρα του όσο και της πεθεράς του με την οποία η σχέση είναι συνεχώς συγκρουσιακή.
Ο Ματία Πασκάλ είναι μόνος, έρημος, ένας μοναχικός άνθρωπος περιστοιχισμένος από ένα σύνολο ανθρώπων που δεν τον υπολογίζουν και ούτε τον εκτιμούν ούτε τον σέβονται. Καλοσυνάτος ο ίδιος και καλοπροαίρετος θα βρεθεί στη δεινή θέση να καταγράψει τη ζωή του και εδώ έρχεται η προσωπικότητα και η ζωή του ίδιου του Πιραντέλο να θυμίσει πως ο Ματία Πασκάλ είναι σάρκα εκ της σαρκός του και αίμα από το αίμα του. Η οικονομική καταστροφή του πατέρα του τον οδήγησε λίγο πριν την αυτοκτονία και αυτό το μυθιστόρημα ήταν η σωσίβια λέμβος του, η σανίδα σωτηρίας του από τη δική του προσωπική καταστροφή. Ο ήρωας Ματία Πασκάλ δεν θα πάψει σε όλη τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας να αναρωτιέται για τη θέση του στον κόσμο, στην πραγματικότητα νιώθει ξένο σώμα και θέλει να ξεφύγει, να διαφύγει. Δεν σταματάει να προβληματίζεται για τη ζωή του, για την επιβίωσή του σε ένα περιβάλλον όπου ουσιαστικά δεν ανήκει και δεν του ταιριάζει.