Χρειάζεται δεξιοτεχνία και γνώση της ιστορίας καθώς και της αστυνομικής πλοκής αλλά και του πώς να παντρεύεις τόσο αρμονικά τα δύο στοιχεία αυτά ώστε να μπορείς να γράψεις ένα ακόμα πιο συναρπαστικό μυθιστόρημα από το προηγούμενο, εννοώ το Ρέκβιεμ για μια Δημοκρατία, πάλι από τις εκδόσεις Πόλις. Ο Τομά Κανταλούμπ είναι ένας αριστοτέχνης του λόγου και της αφήγησης και αγγίζει τον αναγνώστη από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα σε ένα μείγμα αγωνίας και ιστορίας/πολιτικής, ένα είδος μείγματος στο οποίο οι Γάλλοι συγγραφείς έχουν χτίσει τη δική τους σχολή χρόνια τώρα. Αυτό βέβαια που είναι η βάση ώστε να προκύψει ένα τόσο εξαιρετικό μυθιστόρημα είναι ένα κομμάτι έρευνας από τη μεριά του συγγραφέα καθώς από τις σημειώσεις του βιβλίου ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει πόσο έχει εντρυφήσει ο Κανταλούμπ σε αυτό που ονομάζουμε πολιτικό νουάρ. Η μετάφραση του Δημήτρη Δημακόπουλου είναι το κερασάκι στην τούρτα μιας εξαιρετικής εκδοτικής συνταγής για μια ακόμα φορά από τις εκδόσεις Πόλις.
Ο βρώμικος κόσμος των αποικιοκρατών και οι συνέπειες για τον λαό του Καμερούν
Η αδηφάγος αποικιοκρατική πολιτική των παραδοσιακών μεγάλων δυνάμεων όπως για παράδειγμα, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας ενδυνάμωσε την παρουσία των χωρών αυτών στο παγκόσμιο στερέωμα και εδραίωσε δίχως αμφιβολία την ηγεμονία τους. Η περίπτωση του Καμερούν είναι μία από τις πολλές χώρες όπου η μία εκ των κυριότερων χωρών, η Γαλλία απέδωσε ανεξαρτησία αλλά στην πραγματικότητα συνέχιζε να ελέγχει και να κυβερνά τη χώρα με πολιτικούς μαριονέτες και πιόνια στους οποίους υπαγόρευε το πώς θα πορευτεί η χώρα προκειμένου να μην χάσει τα προνόμιά της. Στο μυθιστόρημα γίνεται λόγος για πολλές εταιρείες γαλλικών συμφερόντων που για δεκαετίες ολόκληρες απομυζούσαν παράνομα και ανήθικα τον λαό του Καμερούν από πηγές εισοδήματος που τους ανήκαν εξολοκλήρου.
Για αυτό άλλωστε όταν ο δημοσιογράφος Λυκ Μπλανσάρ αρχίζει να ψαχουλεύει το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και τι οδήγησε τελικά στη δολοφονία του Φελίξ Μουμιέ, τότε οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες που είναι και οι πλέον υπεύθυνες για το τι συμβαίνει στην δήθεν ανεξαρτητοποιημένη χώρα παίζουν ένα βρώμικο παιχνίδι και προσπαθούν να θολώσουν το τοπίο για να μην εκτεθούν καθώς ο Λυκ Μπλανσάρ με τη δημοσιογραφική του μανία διεισδύει όλο και περισσότερο στον πυρήνα των εξελίξεων. Στο παιχνίδι αυτό εμπλέκονται διευθυντές γαλλικών εταιρειών, Γάλλοι πολιτικοί και πολλοί σύμβουλοι της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίοι με νύχια και με δόντια προσπαθούν να εμποδίσουν την αποκάλυψη εγγράφων ή άλλων στοιχείων που θα οδηγούσαν τον επίμονο και γενναίο Μπλανσάρ στον πλήρη διασυρμό της Γαλλίας καθώς τα όσα έπραξαν εκεί είναι τραγικά και απάνθρωπα με σφαγές και με αίμα αθώων ανθρώπων στον βωμό του κέρδους. Όλα αυτά τα βρώμικα παιχνίδια προσπαθεί να αποκαλύψει ο δαιμόνιος Μπλανσάρ και προσπαθεί να απελευθερώσει παράλληλα τον Καμερουνέζο Αλφόνς που κρατείται παράνομα στις φυλακές από τους κυβερνητικούς που έχουν τοποθετηθεί και υποστηρίζουν βέβαια τους Γάλλους στις πολιτικές τους για έλεγχο της χώρας.
Όλα αυτά βέβαια τα φοβερά και τρομερά οι ίδιοι οι Γάλλοι και οι Καμερουνέζοι πολιτικοί που τους συνεπικουρούν δεν τα παραδέχονται σε καμία των περιπτώσεων εγείροντας τα δικά τους θρασύτατα επιχειρήματα όπως το παρακάτω: “Δεν ήρθαμε για να λεηλατήσουμε αυτή τη χώρα, λοχία. Εάν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση του πετρελαίου, θα αγοράσουμε τα δικαιώματα από τις αρχές του Καμερούν στην πραγματική τους τιμή, στο πλαίσιο της νομιμότητας. Συνεπώς, θα πληροφορήσουμε το κράτος για τη δυνητική αξία αυτού του κοιτάσματος, οπότε θα έχει την ευχέρεια να αποφασίσει εάν θα μας το πουλήσει ή όχι, καθώς και να προχωρήσει σε δικές του επενδύσεις στη γύρω περιοχή”. Προφανώς, αυτά τα λόγια δεν πείθουν κανέναν καθώς οι προθέσεις είναι οι ακριβώς αντίθετες και ο Κανταλούμπ αυτές αναδεικνύει. Σε όλο το μυθιστόρημα ενυπάρχει εκτός από το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο και ένας μανδύας αγωνίας και ανησυχίας για το μέλλον του Μπλανσάρ σε ένα ταξίδι μεταξύ Γαλλίας και Καμερούν που δεν αφήνει την προσοχή του αναγνώστη να ξεφύγει σε κανένα σημείο.
Αυτή η αποικιοκρατική πολιτική, ιστορικά μιλώντας και ανατρέχοντας στο παρελθόν, δημιούργησε παράλληλα και αναπόφευκτα μία πραγματικότητα που θύμιζε πυριτιδαποθήκη καθώς η παρουσία των μεγάλων δυνάμεων σε χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία, η Γαλλική Πολυνησία, η Χαβάη δεν έγινε ποτέ με τη σύμφωνη γνώμη του γηγενούς πληθυσμού. Η στρατηγική των κυβερνώντων να επιβάλλουν με βία και αυταρχισμό τις πολιτικές τους, προκαλούσε αντιδράσεις από τους εξουσιαζόμενους λαούς, οι οποίοι απεχθάνονταν φυσικά την παρουσία τους και επιθυμούσαν το τέλος της καταπίεσης από τον ξένο ζυγό. Οι λογοτέχνες σαν τον Τομά Κανταλούμπ δεν θα μπορούσαν να μην λάβουν το λόγο σε αυτή την αλλόκοτη και απαράδεκτη συγκυρία, καθώς έγιναν οι ίδιοι κοινωνοί των πολλαπλών αντιδράσεων των ανθρώπων και με τη γραφή τους ουσιαστικά επέκριναν με καυστικό τρόπο τις απαράδεκτες μεθόδους καταστρατήγησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αλαζονείας της εξουσίας των συμπατριωτών τους. Ας ελπίσουμε τέτοιου είδους πρακτικές να μην ξαναγίνουν ποτέ πράξη γιατί τότε θα σημαίνει πως ο κόσμος οπισθοχωρεί και δεν προοδεύει.
“Ποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις; Εγκλήματα πολέμου ήταν. Είχαν αφανίσει ολόκληρα χωριά, είχαν κάψει τα χωράφια, είχαν μαζέψει τα γυναικόπαιδα και είχαν κλείσει τους άντρες σε στρατόπεδα με συρματοπλέγματα και παρατηρητήρια”