Η Μόρισον, στην οποία άξια απονεμήθηκε το Νόμπελ το 1993 για την ενασχόλησή της με ποικίλα θέματα της ανεξήγητης πολλές φορές ανθρώπινης φύσης, σκιαγραφεί και ζωγραφίζει με λέξεις την προσωπογραφία ενός ανθρώπου που συμπυκνώνει, αν μη τι άλλο, πληγές της ίδιας της Αμερικής. Αναμφίβολα τις πληγές του πολέμου και της μετατραυματικής εμπειρίας στρατιωτών που έφυγαν για το μέτωπο χωρίς να γνωρίζουν ουσιαστικά τον ρόλο τους, μιας χώρας που έστειλε τα παιδιά της σε έναν πόλεμο ανούσιο, αυτόν της Κορέας και σε τόσους άλλους – Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν – και που κανείς δεν γνωρίζει ποιοι οι λόγοι της παρέμβασης σε απομακρυσμένες περιοχές. Αθώα ψυχή και ο Φρανκ πληρώνει το τίμημα της εκεί παρουσίας του, προσπαθεί να λυτρωθεί για το έγκλημα που διέπραξε εν γνώσει του μεν αλλά στο οποίο οδηγήθηκε θολωμένος από τα γεγονότα δε και την πάλη με τα φαντάσματα που έπρεπε να αποδιώξει. “Τι σόι άντρας είναι” θα αναρωτηθεί και αυτή η ερώτηση στροβιλίζεται συνεχώς σαν τυφώνας στο βασανισμένο μυαλό του. Και η απάντηση πλανάται και αιωρείται δίχως να μπορεί να δοθεί, ο ίδιος μοιάζει να μην κατανοεί, να καθίσταται αδύνατος να ερμηνεύσει την αποτρόπαιη πράξη του.
Ο κόσμος της Μόρισον είναι σκληρός και περιγράφει ωμά την πραγματικότητα αφού δεν φείδεται λόγων και εικόνων έτσι όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται έξω από το κάδρο. Γιατί η αφήγησή της είναι ένα μωσαϊκό των όσων συμβαίνουν σε μία χώρα που ακόμα και σήμερα πληρώνει τα λάθη της και τις αδυναμίες της όπως κάθε κοινωνία. Ειδικά στην Αμερική όμως ακόμα και σήμερα μιλάμε, σαν τίποτα να άλλαξε για φαινόμενα ακραίου ρατσισμού όπως πλέον και για οπλοκατοχή που γεννά τερατογένεση και η επούλωση δεν φαίνεται στο τούνελ.