Η Μεσόγειος ανέκαθεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους, τους γλύπτες, τους συγγραφείς, τους ποιητές. Είναι το πέρασμα πολλών δημιουργών που πάτησαν το πόδι τους και γεύτηκαν το ταξίδι της φυγής προς το φως μακριά από μία μουντή πραγματικότητα. Η Βιρτζίνια Γουλφ ταξίδεψε στην Ελλάδα και αισθάνθηκε για λίγο τον ήλιο και την θάλασσα διώχνοντας την μελαγχολία της και την κατάθλιψή της, ο Ντελακρουά βρέθηκε στο Αλγέρι και είδε από κοντά πρόσωπα και εικόνες γεμάτα με χρώμα πορφυρό, ο Βρετανός γλύπτης Χένρυ Μουρ σμίλεψε με φως αρχαιοελληνικό τα έργα του, ο Βαν Γκογκ βρήκε στην Αρλ το καταφύγιο της σκοτεινιασμένης του ψυχής για να μυρίσει την ζωή και το πάθος για αυτήν. Ακόμα και πριν διάφοροι Ευρωπαίοι περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα ύμνησαν την Μεσόγειο στα γραπτά τους ως κάτι εξωτικό, μαγικό και μοναδικό.
Παράλληλες πορείες δύο σπουδαίων ανδρών με βλέμμα στον άνθρωπο και την φύση
Αυτή την πολυτάραχη περιοχή που γέννησε κάθε λογής καλλιτεχνική έκφραση, που έντυσε και πλημμύρισε με μουσική, ποίηση και διάχυση ήχων τους διάφορους λαούς που έχει αγκαλιάσει, τιμούμε σήμερα τρεις ζωγράφους που την αφουγκράστηκαν και την απεικόνισαν μέσα από τους πίνακές τους. Αυτή η πολύτροπος μούσα, η μητέρα και η Αφροδίτη με τα αστραφτερά της μαλλιά που σπέρνουν άρωμα μεθυστικό χάρισε στον Πολ Σεζάν, τον Ανρί Ματίς και τον Νικολά ντε Σταλ λίγο από την αίγλη της, την απλότητά της, την αλήθεια της και αυτοί την έκαναν εικόνα και χρώμα με οδηγό τις αισθήσεις τους. Σε αυτόν τον χώρο τον γεμάτο ενέργεια και μαγνητικά πεδία, γεμάτο φως γεννήθηκαν τα δύο πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας σε μια προσπάθεια να έρθει πιο κοντά τους και να μας κάνει κοινωνούς του θεσπέσιου έργου τους. Όταν συναντιούνται έστω και νοερά δύο τέτοιες προσωπικότητες όπως ο Σεφέρης και ο Καμύ, τέτοιας εμβέλειας και μάλιστα κάτοχοι και οι δύο του βραβείου Νόμπελ, τότε αξίζει να μελετήσει κανείς τα όσα γράφει ο Γιάννης Κιουρτσάκης.
Με αγάπη, μεράκι και θαυμασμό για αυτούς τους δύο ξεχωριστούς πνευματικούς ανθρώπους, ο συγγραφέας θα ξεδιπλώσει σε παράλληλη τροχιά κομμάτια από τον τρόπο σκέψης τους, τη φιλοσοφία τους και τα λεγόμενά τους ώστε εμείς ως αναγνώστες να νιώσουμε πιο κοντά σε αυτά που πρέσβευαν. Ο ένας γεννημένος στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, ο άλλος στο Αλγέρι, ήρθαν και οι δύο κοντά με την γαλλική διανόηση και τη γαλλική γλώσσα, μια γλώσσα τόσο διαδεδομένη για εκείνη την εποχή. Μέσα από το πνεύμα της Γαλλίας που τους είχε πλημμυρίσει ολοκληρωτικά αλλά και μέσα από την βαθιά αγάπη τους για την Ελλάδα και το δικό της παρελθόν, ξεκινάνε ένα ταξίδι στον χρόνο και τον χώρο, ένα ταξίδι ανακαλύψεων, μια διαδρομή που θα τους φέρει σε επαφή με τον λόγο, έναν λόγο τόσο αποκαλυπτικό για όλα αυτά που κρύβουν μέσα τους. Κοινή τους συνισταμένη η αγάπη για τον άνθρωπο και την φύση, όλη τους η ζωή και το έργο γυρνάνε γύρω από τις δύο αυτές έννοιες και προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν τα όσα πιστεύουν.
“Εκείνο που μοιράζονται οι δύο τους είναι η πεποίθηση ότι η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, όχι μόνο δεν αποτελεί μια πολυτέλεια την οποία προσφέρουν κάποιοι “διασκεδαστές”, αλλά είναι ένας διάλογος με τους ανθρώπους, σημερινούς, μελλοντικούς, επομένως, ας το επαναλάβω, μια πράξη κοινωνική. “Η λογοτεχνία που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της είναι λίγη”, λέει ο Σεφέρης. Και ο Καμύ: “Το να γράφεις σήμερα υποχρεώνει, και υποχρεώνει σε κάτι περισσότερο από το να γράφεις” θα επισημάνει ο Κιουρτσάκης παρέχοντάς μας και τα όσα έλεγαν Σεφέρης και Καμύ. Είναι έκδηλη η ανάγκη έκφρασής τους με σκοπό να ορίσουν νέους ορίζοντες και νέες προοπτικές για τον σύγχρονο άνθρωπο με επίκεντρο στην αρχαία σκέψη και μακριά από στερεότυπα που επιβλήθηκαν από τον χριστιανισμό. Πιστεύουν ακράδαντα στην συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πνεύματος που οφείλει να κυριαρχήσει και να οδηγήσει τον άνθρωπο σε ένα νέο ξεκίνημα, σε μια νέα ανάταση ψυχής.
Ο Καμύ υπερασπίζεται και υπεραμύνεται ενός δημιουργού που πορεύεται δίπλα στην κοινωνία, μοιράζεται με την κοινωνία και τους ανθρώπους τον πόνο και τα πάθη του, αναγνωρίζει την διαφορετικότητά του αλλά δεν κρίνει τους γύρω του επειδή εκείνοι δεν μπορούν να του μοιάσουν. Προσθέτει με σκωπτική ματιά και κάτι επίσης πολύ σημαίνον: «Ο συγγραφέας δεν μπορεί να ταχθεί σήμερα στην υπηρεσία όσων φτιάχνουν την Ιστορία, υπηρετεί αυτούς που την υφίστανται». Έχει η οπτική γωνία με την οποία ατενίζει τον κόσμο και τα πράγματα το αίσθημα της συμπόνιας και της παρηγοριάς αγωνιζόμενος μέσω των γραπτών του για την ανεξαρτησία της έκφρασης καθιστώντας τον ίδιο στην υπηρεσία του τυραννισμένου και εγκαταλειμμένου ανθρώπου, με μόνο γνώμονα η ελευθερία να πατάξει την τυραννία σε όλες τις εκφάνσεις της και η αλήθεια να καταβαραθρώσει το ψεύδος και τη δουλεία όπου αυτά υπερισχύουν.
Ο Σεφέρης, όπως και ο Καμύ, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος έχοντας για πυξίδα του προσωπικότητες όπως ο Σολωμός και ο Καβάφης και όπως μας λέει ο Κιουρτσάκης, “αισθάνεται την επιτακτική ανάγκη να πιει από την πηγή της μητρικής του γλώσσας ͘ κάτι που σημαίνει τελικά να την ξαναμάθει μέσα από την αρχή, πληρώνοντας ακριβό τίμημα {…} έρχεται από την νεοελληνική διασπορά, ο πολιτιστικός πλούτος και η ποικιλία της οποίας δεν είχαν ομογενοποιηθεί πριν από τη δημιουργία του νέου συγκεντρωτικού εθνικού κράτους”. Και οι δύο συνηγορούν πως ο άνθρωπος οφείλει να επιστρέψει στις ρίζες του πνεύματος και του φωτός, να διώξει μακριά τις σκιές και τα σύννεφα των πολέμων, να πολεμήσει με σημαία την αγάπη για έναν καλύτερο κόσμο. “Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι προορισμένη να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γενιά, όμως, ξέρει ότι δεν θα τον ξαναφτιάξει. Αλλά η αποστολή της είναι, ίσως, πιο σπουδαία. Πρέπει να εμποδίσει τον κόσμο να χαλάσει”.
“Κάνουμε διαστημικά ταξίδια, πολεμούμε τις αρρώστιες, όμως τον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου – τον άνθρωπο – δεν μπορούμε να τον εξουδετερώσουμε”