Ο Τολστόι ανήκει στο πάνθεον των λογοτεχνών που άλλαξαν το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και αυτό το πέτυχε μέσω γραπτών που έχουν μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως παρακαταθήκη. Είχε πει κάποτε πως όσο ο άνθρωπος έχει ζωή μέσα του, κουβαλάει στην ψυχή του το αληθινό καλό και μπορεί πάντα να το μεταδώσει και στους συνανθρώπους του. Η συνεισφορά του στα γράμματα και την κοινωνία, δηλαδή τον απλό κόσμο, είναι μεγαλειώδης γιατί με απλότητα με την οποία διήγε το βίο του, και αν και οικονομικά εύρωστος, αποκήρυξε την πολυτέλεια, πάλεψε με όπλο το λόγο του για να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική ανισότητα. Σε όλη του τη ζωή και μέχρι το τέλος υπηρέτησε με ζήλο τις αρχές και τις αξίες που ο ίδιος είχε ορίσει, χωρίς να παρεκκλίνει από αυτές. Υπήρξε από τους πιο θερμούς ειρηνιστές και τα γραπτά του, ακόμα και το πολεμικό Πόλεμος και Ειρήνη, αποτελούν έκφραση αυτής του της πεποίθησης.
Ταγμένος και αφοσιωμένος στον άνθρωπο έμεινε ταπεινός υπηρέτης της αλήθειας
Στη μικρή πλην άκρως διδακτική αυτή ιστορία αποδεικνύει πως βρίσκεται στο πλευρό των αδυνάτων και αναδεικνύει την σκληρότητα και την βαρβαρότητα της απολυταρχίας, κατακρίνει την ωμότητα και την βιαιότητα και καταγγέλλει την αδικία. Ο Τολστόι υπηρέτησε ως στρατιώτης στον πόλεμο της Κριμαίας και είδε από κοντά τη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα που λέγεται πόλεμος, κάτι που κατέγραψε στο μεγαλειώδες μυθιστόρημα «Πόλεμος και ειρήνη». Στο Πόλεμος και Ειρήνη ο Τολστόι ξεδιπλώνει όλο το φάσμα των εμπειριών, των τραγικών στιγμών που βίωσε όντας στο μέτωπο της Κριμαίας, όπως πολλοί λογοτέχνες άλλωστε πριν και μετά από εκείνον βίωσαν. Αρκεί να θυμηθούμε για παράδειγμα την περίπτωση του Σωκράτη που ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο όπου και ανέπτυξε ουσιαστικά την ηθική του φιλοσοφία και έπειτα τον Μιγκέλ Θερβάντες που πολέμησε στην περίφημη ναυμαχία στη Ναύπακτο το 1571 και επηρεάστηκε επίσης από αυτή την συμμετοχή του μιας και ένας πόλεμος είναι μια συγκλονιστική στιγμή που δύσκολα ξεχνιέται και μπορεί πολλές φορές να προκαλέσει μακροχρόνιο μετατραυματικό άγχος που δύσκολα ξεπερνιέται.
Δεν είναι τυχαία η αναφορά στο μεγαλειώδες αυτό έργο του καθώς το Γιατί; είναι μια νέα, άλλη, διαφορετική εκδοχή, πολύ πιο σύντομη σχετικά με αυτά που βιώνουν όσοι νιώθουν τον ζυγό του κατακτητή, αυτά δηλαδή που πέρασαν οι Πολωνοί στα χέρια των Ρώσων. Ο Τολστόι ευαίσθητος από τα βάσανα των Πολωνών γράφει αυτό το βιβλίο για να τιμήσει τον αγώνα τους και να δηλώσει παρών στο πλευρό τους. Στο βιβλίο αυτό, ένα βιβλίο εμβληματικό που αφορά σε όλους και σε κάθε εποχή για αυτό και παραμένει διαχρονικό και πάντα ζωντανό, ο Τολστόι ξετύλιξε το κουβάρι ακόμα ενός άδικου πολέμου με απώλειες, απώλειες και αιματοχυσίες ακριβώς όπως είχε την ατυχία να δει ιδίοις όμμασι στον πόλεμο της Κριμαίας. Στην περίπτωση αυτή διάβασε πολλές μαρτυρίες για την πολωνική εξέγερση και ύστερα αποφάσισε να καταγράψει αυτή την καταστροφή ως ένα είδος φόρου τιμής. Γράφει αυτή την ιστορία στο τέλος της ζωής απαλλαγμένος από κάθε είδους υποταγή και ελεύθερος να εκφράσει όσα τον απασχολούν με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί δίχως φόβο αλλά με πολύ πάθος.
“…Τι φρικαλέα πράγματα κάνουν οι άνθρωποι! Ούτε τα άγρια θηρία δεν μπορούν να κάνουν αυτά που κάνει η κυβέρνηση” διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου σχετικά με τις συμφορές των Πολωνών, την εισαγωγή να σημειώσουμε πως έχει επιμεληθεί η εξαιρετική μεταφράστρια Ελένη Μπακοπούλου. Να θυμίσουμε πως ο Τολστόι ήταν από τους τυχερούς ανθρώπους, αφού δεν είχε οικονομικές δυσκολίες και έτσι κατόρθωσε να αφοσιωθεί, τόσο στη συγγραφή όσο και στο στοχασμό, μια και οι έντονες εσωτερικές αγωνίες του και οι επίμονες φιλοσοφικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στην καταγραφή των σκέψεών του με διάφορους τρόπους. Το ανήσυχο πνεύμα του παρέμεινε ζωντανό μέχρι το τέλος της ζωής του και δεν δίστασε στη δύση της ζωής του να έρθει σε ρήξη με τις αντιλήψεις της κραταιάς Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία τελικά το 1901 τον εκδίωξε από τις τάξεις της.
Ο Τολστόι είχε ανέκαθεν την ανάγκη να καταφύγει στο θείο και δεν είναι τυχαίο πως τόσο οι νουβέλες και τα μυθιστορήματά του, όσο και οι χαρακτήρες του έχουν μία αθόρυβη φυγή προς το δρόμο της σωτηρίας μέσα από γεγονότα που κλονίζουν και ξαφνιάζουν τους ίδιους. Εκεί έγκειται το μεγαλείο του Τολστόι, να καταφέρνει πλήγματα στους ήρωές του και να τους θέτει τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης, της αγάπης, της πίστης, της ίδιας της ύπαρξης, ακριβώς όπως ο ίδιος ένιωθε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του και να στροβιλίζεται συνεχώς σε σκέψεις και σε συλλογισμούς. Ανασφαλής και ανικανοποίητος με τα πλούτη του, αναζητούσε διακαώς και αενάως την σωτηρία της ψυχής του. Ακριβώς αυτό πράττει και εδώ μέσα από αυτήν την ιστορία, είναι αντιμέτωπος με την υστεροφημία του καθώς βρισκόμαστε λίγα μόνο χρόνια πριν από τον θάνατό του και επιθυμεί διακαώς να υπερασπιστεί τους αδύναμους και κατατρεγμένους έχοντας λάβει το μήνυμα του Θεού.
Πώς στην είδηση του επερχόμενου τέλους του βίου του μπορεί κανείς να δει τα λάθη του, να τα μετρήσει και να μηδενίσει τον μετρητή για να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν (ο απόλυτος ορισμός της εξίσωσης όλων άρα και της εφαρμογής του φυσικού νόμου της δικαιοσύνης κατά τον Πυθαγόρα), ο θάνατος μπορεί να είναι μία ζωή μετά τη ζωή; Ερωτήματα που απασχολούσαν τον ίδιο τον Τολστόι καθ΄όλη την διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν ο σύγχρονός του Ντοστογιέφσκι πάλευε με την ανέχεια και την απώλεια, ο Τολστόι αγωνίζεται για το “είναι” του μετά θάνατον, μια και η ζωή του φέρθηκε καλά, τον προίκισε με δώρα, χάρες και χαρές, του εξασφάλισε μια ζωή που πολλοί όμοιοί του θα ζήλευαν. Στην ανήσυχη ψυχή του ωστόσο αναζητά τα κλειδιά εκείνα που θα φέρουν την πραγματική ευτυχία στον ίδιο και στην οικογένειά του, κυριεύεται από την ανάγκη για τη γλώσσα της αλήθειας, την αλήθεια που η ψυχή του ορίζει, καθώς νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, εδραιώνεται στο μυαλό του η επιθυμία για αιώνια γαλήνη.
“Πώς τολμούν να τον κρατούν, αυτόν, τον καλύτερο από τους ανθρώπους, υπό την εξουσία τους;”