Ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ ανήκε στην λεγόμενη χαμένη ή αλλιώς καταραμένη γενιά που δεν μπόρεσε να γευτεί μια μακροχρόνια ευτυχία λόγω της έλευσης μιας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που κορυφώθηκε με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Μέσα όμως από αυτήν τη δυστυχή συγκυρία, κατάφερε και δημιούργησε μυθιστορήματα και διηγήματα που σήμερα αντιπροσωπεύουν την ιστορία μίας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στην διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό. Και όλα αυτά συμβαίνουν και λαμβάνουν χώρα γιατί οι ιστορίες, γλαφυρά και σκωπτικά δοσμένες, σκιαγραφούνται μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που πνίγηκε στο μεθύσι της ανεμελιάς και της αγκαλιάς με το όνειρο για μία ζωή γεμάτη πολυτέλεια.
Σε αυτό το μυθιστόρημα, η ιστορία του οποίου εκτυλίσσεται στην Γαλλική Ριβιέρα εν μέσω μιας πρόσκαιρης ηρεμίας, ο συγγραφέας καθρεφτίζει εν πολλοίς τον ίδιο του τον εαυτό και τη δική του άστατη ζωή. Αποκαλύπτεται και αναδύεται η κατάρρευση ενός ονείρου και μίας πολλά υποσχόμενης ευδαιμονίας που εκπροσωπούσε την κοινωνία του μεσοπολέμου και στιγμάτισε μία ολόκληρη εποχή μέχρι το ξέσπασμα του κραχ το 1929 και κατόπιν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου που ο Φιτζέραλντ «κατάφερε» να μην γευτεί. Θυμίζει αυτή η δεκαετία του 1920 και το σκηνικό που είχε με θεατρικότητα στηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα τότε που η belle époque είχε κατακλύσει τον κόσμο με χαρά, ξεγνοιασιά και ανεμελιά. Ο ίδιος ο Φιτζέραλντ θα περάσει στιγμές ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς με την Ζέλντα και τον εαυτό του θα χρησιμοποιήσει εδώ για να εξιστορήσει τα γεγονότα.