Ο Γκυ ντε Μωπασάν, στο βιβλίο του ο Οξαποδώ, γράφει για την συνάντησή του με μια μορφή που αν την εικονοποιούσαμε θα είχε μάλλον την όψη του περίφημου πίνακα Η κραυγή του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ. Ο Γάλλος συγγραφέας στέκεται αντιμέτωπος με ένα περίεργο και αλλόκοτο ον το οποίο δυσκολεύεται να προσδιορίσει, ένα ον που τον στοιχειώνει σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς του. Τα διηγήματα αυτής της υπέροχα φροντισμένης έκδοσης περιέχουν και συμπεριλαμβάνουν τρεις τεράστιες μορφές της γερμανόφωνης λογοτεχνίας των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, μιλούν για συναντήσεις με φαντάσματα και οδηγούν με συναρπαστικό τρόπο τον αναγνώστη στα μονοπάτια της μεταφυσικής και των ονείρων. Δεν είναι τυχαίο πως ήδη από τον προπροηγούμενο αιώνα οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να απασχολούνται με τη ζωή μετά θάνατο και την επιστροφή ή μη των νεκρών μέσω ανεξήγητων εμφανίσεων. Μην ξεχνάμε πέρα από τον Μωπασάν την ιστορία της Μαίρη Σέλλευ με τον Φρανκεστάιν ήδη από τις αρχές του αιώνα.
Ιστορίες φαντασμάτων που μαρτυρούν την αγωνία ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο
Οι τρεις ιστορίες που θα βρούμε σε αυτήν την έκδοση αφορούν στους Ούγκο Φον Χοφμανστάλ, του συγγραφέα του Μαγικού βουνού Τόμας Μαν στα πρώτα του βήματα και του Αυστριακού Άρτουρ Σνίτσλερ. Πρόκειται για τρεις ιστορίες αμφιλεγόμενες ως προς τα συμπεράσματα που μπορεί να εξάγει ο αναγνώστης καθώς προκύπτουν διάφορες ερμηνείες και όχι άδικα. Είναι διηγήματα που προκαλούν αγωνία, ανησυχία και σίγουρα γεννούν ερωτηματικά, στοιχείο που σίγουρα ήταν ο στόχος των τριών συγγραφέων. Θα ήταν ευχής έργον και φρόνιμο οι ιστορίες να διαβαστούν μέρα γιατί ο αναγνώστης με τέτοιες απόκοσμες αφηγήσεις ενδεχομένως και να χάσει τον ήσυχο ύπνο του. Οι αφηγήσεις που παρουσιάζονται εδώ διαπνέονται από μία έντονη ανησυχία των συγγραφέων για τον κόσμο που αλλάζει, για τον ρόλο της επιστήμης στην εξέλιξη του ανθρώπου. Αναδεικνύεται αναμφίβολα μέσα από τις ιστορίες φαντασμάτων η έλευση του άγνωστου, η παρουσία και η επέλαση του μεταφυσικού που μεταφράζεται σε εσωτερική διαταραχή και οράματα, σε θέαση νεκρών, οι οποίοι και στοιχειώνουν τον κόσμο των πρωταγωνιστών με κίνδυνο πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή.
Οι ιστορίες που συναντάμε εδώ έχουν το μικρόβιο του φόβου, της αμφιβολίας, της αγωνίας και της ανησυχίας των ανθρώπων για τη ζωή μετά τη ζωή αφού πολλοί πιστεύουν πως ο θάνατος είναι μια νέα ζωή ή ακόμα περισσότερο πως η ζωή ξεκινά ουσιαστικά μετά τον θάνατο. Η βικτωριανή περίοδος με τις αλλαγές που επιφέρει στη ζωή των ανθρώπων εντείνει αυτές τις ανησυχίες και είναι μόνο η αρχή και οι συγγραφείς είναι σίγουρα επηρεασμένοι από τα διαβάσματα αυτής της εποχής. Οι απόκοσμες αυτές ιστορίες αντλούν την έμπνευσή τους και την ύπαρξή τους από τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα ή και ακόμα παλαιότερων εποχών, τότε που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν με τις λίγες γνώσεις τους φαινόμενα και γεγονότα και η δυσκολία να ερμηνεύσουν με ορθόδοξο και λογικό τρόπο τους οδηγούσε στην ερμηνεία χρησιμοποιώντας παραδοξολογίες και μεταφυσικές εξηγήσεις. Κάποιες από αυτές είναι πραγματικά ανατριχιαστικές και δίνουν το στίγμα του τρόμου του θανάτου, ένας θάνατος που πολλές φορές έρχεται απότομα και τρομάζει. Οι άνθρωποι εξάλλου διακατέχονται από έντονες ψυχικές αγωνίες και από πάμπολλα ερωτήματα σχετικά με το μέλλον που παραμένει νεφελώδες. Έτσι, βιώνουν ένα ισχυρό σοκ και έναν πανικό από αυτήν την απότομη μετάβαση, δηλαδή από τη θρησκεία και τις προκαταλήψεις, στην επιστήμη και τη νέα πραγματικότητα.
Δεν είναι πρώτη φορά που ο Ούγκο Φον Χόφμανσταλ γράφει μια ιστορία για τον πόλεμο, έχει γράψει και την Ιστορία ενός στρατιώτη, πράγμα που σημαίνει πως ο πόλεμος ήταν ένα θέμα που ανέκαθεν τον απασχολούσε. Το κείμενο του Χόφμανσταλ είναι εμποτισμένο με μία λυρικότητα και ποιητικότητα που μέσα από τα χείλη του αφηγητή αποδεικνύει και εντείνει το πλέγμα αμφιβολιών στο οποίο έχει μπλεχτεί ο πρωταγωνιστής. Ο πρωταγωνιστής του Χόφμανσταλ είναι η προσωποποίηση του δράματος που ζούσε κάθε στρατιώτης που βρισκόταν μακριά από τους δικούς του, σε ένα εχθρικό και απάνθρωπο περιβάλλον μέσα στο οποίο έπρεπε να βρει τα ψυχικά αποθέματα και τις δυνάμεις εκείνες ώστε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες επιβίωσης και να ανταπεξέλθει στις κακουχίες. Ήταν εκείνος ο άγνωστος και ανώνυμος που ο θάνατός του θα σήμαινε την παύση της ύπαρξής του, έτσι ο θάνατος τον επισκέπτεται μέσα από τη μορφή του σε καθρέφτη και αυτόν τον συνταράσσει.
Στα διηγήματα από τον Τόμας Μαν και τον Σνίτσλερ ενυπάρχει ο θάνατος και η αλλόκοτη μορφή του σε συνδυασμό με τον έρωτα και αυτό το πάντρεμα μόνο τυχαίο δεν είναι. Είναι το άγνωστο που πρωταγωνιστεί στις ιστορίες αυτές, τόσο ο θάνατος όσο και ο έρωτας είναι έννοιες που δεν έχουν τίποτα το στέρεο και το λογικό, μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή και ποτέ ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να συναντηθεί μαζί τους, πάντα βρίσκεται προ εκπλήξεως και καθηλώνεται από τη δύναμή τους, στέκεται πάντα ενεός μπροστά τους. Οι πρωταγωνιστές των δύο ιστοριών διαπνέονται από το φάσμα του ανοίκειου όπως γράφει και εις εκ των μεταφραστών ο Γιάννης Κοιλής στο εξαιρετικά διαφωτιστικό του επίμετρο όπου αναλύει διεξοδικά τα δικά του συμπεράσματα. Ο έτερος μεταφραστής είναι ο Αλέξανδρος Σινιόσογλου και είναι και ο φέρων την υπογραφή του υπέροχου εξωφύλλου που μας προϊδεάζει για το τι θα συναντήσουμε εντός του βιβλίου. Οι ιστορίες αυτές μας φέρνουν σε επαφή με την εξαιρετικά τρωτή ανθρώπινη φύση που πάντα θα προσπαθεί να ερμηνεύσει το παράλογο και το άγνωστο και θα νιώθει αιχμάλωτος των πολύπλοκων και περίπλοκων σκέψεων που προκαλεί το τέλος της ζωής.
“Όποτε σκεφτόταν την πρώτη φορά που θα έμπαινε στο δωμάτιο με τα μαονένια έπιπλα, ένιωθε κάτι σαν αγκάθι μες στη σάρκα του. Οι επιθυμίες κι ο πόθος έγιναν μια πληγή που κακοφόρμισε”
“…δεν κατόρθωσα όπως τις άλλες φορές να ελκύσω το σκιώδες είδωλό της, να ονειρευτώ αυτή την ουράνια ύπαρξη στην αγκαλιά μου. Όχι, αισθανόμουν σαν να την κρατούσε στο σπίτι της κάτι απροσδόκητο, φρικτό όμως”