“Κάθομαι εδώ, εγώ, ένας άντρας που γερνά, ένας ηλικιωμένος επαρχιακός γιατρός, και θέλω να σημειώσω κάτι που μου συνέβη, λες και θα μπορούσα μ’ αυτόν τον τρόπο να κάνω κτήμα μου τη γνώση και τη λησμονιά, που μέσα τους κυλάει η ζωή μας, αναδύεται και πάλι βυθίζεται και κάποιες φορές εξαφανίζεται ολοκληρωτικά, την απορροφά ο χρόνος και χάνεται μέσα στο τίποτα” γράφει στην πρώτη σελίδα ο Χέρμαν Μπροχ εκκινώντας την αφήγηση του πρωταγωνιστή του, ο οποίος εγκαταλείπει την πολύβουη πόλη καθώς και τον κόσμο που αλλάζει για να μεταφερθεί στην επαρχία όπου ευελπιστεί να βρει την χαμένη του γαλήνη και να απολαύσει τους καρπούς μιας γαλήνιας ζωής. Το μυθιστόρημα αυτό, όχι τόσο γνωστό όσο οι Υπνοβάτες (κυκλοφορεί και αυτό από τις εκδόσεις Έρμα) και οι Αθώοι, αποτελεί μια μοναδική και σπουδαία παρακαταθήκη για την τόσο απρόβλεπτη και ταραγμένη περίοδο του μεσοπολέμου στην οποία αναφέρεται το βιβλίο.
Μέσα στη δίνη μιας επισφαλούς περιόδου όπου όλα είναι τόσο ρευστά
Διαβάζοντας όλο και περισσότερο για την περίοδο του μεσοπολέμου και μελετώντας κανείς τόσο τα ιστορικά όσο και τα μυθιστορηματικά βιβλία που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης συγκυρίας, ανακαλύπτει πόσο η ατομική ευθύνη του καθενός και της καθεμιάς τελικά οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού. Μία κοινωνία βρισκόταν σε αναβρασμό λόγω των ιστορικών γεγονότων με την απώλεια εισοδήματος, τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και τον πληθωρισμό που κάλπαζε και προκαλούσε φτώχεια και ανέχεια. Αυτά είναι πραγματικά γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε και να αγνοήσει. Ωστόσο, το να οδηγείς στην πυρά μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων – τους Εβραίους εν προκειμένω – για όλα τα δεινά που σου συμβαίνουν είναι κάτι εντελώς διαφορετικό που αξίζει να αναλυθεί. Ο Μπροχ μας παρουσιάζει την άλλη όψη του νομίσματος με ανθρώπους σε πλήρη έλλειψη συναίσθησης των όσων συμβαίνουν γύρω τους και αυτοί όμως δεν είναι άμοιροι ευθυνών.
Το πρόσωπο του Μάριους είναι αμφιλεγόμενο, προβληματικό και άκρως επικίνδυνο για τη μικρή επαρχία όπου όλα κυλούν ομαλά μέχρι την έλευση αυτού του γοητευτικού μα και αινιγματικού μάγου τον ρόλο του οποίου κανείς δεν κατανοεί πραγματικά. Ο γιατρός του Μπροχ παρουσιάζεται όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι κάτοικοι αρκετά διστακτικός μα στην πορεία αποδεικνύεται πως οι κάτοικοι πολιορκούνται από αυτόν τον περίεργο άνθρωπο και τα λόγια του Μπροχ είναι χαρακτηριστικά γιατί τον περιγράφει ως κάποιον εισβολέα: “Αν είχε σηκωθεί ένα αεράκι, προφανώς δεν θα τον είχα αφήσει να μιλήσει άλλο ͘ μέσα στις κουβέντες αυτές υπήρχε ένας κακόβουλος και παράλογος μυστικισμός, το ένιωθα, όπως και στην πρώτη μας συνάντηση, αλλά ήμουν παράξενα μουδιασμένος, μουδιασμένο ήταν το βράδυ όπου κατέληγε αυτή η μέρα και οι κουβέντες του άντρα σαν να έρχονταν και αυτές από ένα στόμα μουδιασμένο, ναι, λες κι είχαν ανέβει διασχίζοντας όλο το σώμα, ξεκινώντας από τα πέλματα και σαν να ξεχείλιζαν παρά τη θέλησή τους”.
Όπως και στο Πλοίο των τρελών της Ανν Κάθριν Πόρτερ, έτσι και εδώ εγκυμονεί ένας πραγματικός κίνδυνος, ο οποίος είναι ύπουλος και υποδόριος και για αυτό με κινήσεις στρατηγικής αρχίζει να καταλαμβάνει σιγά σιγά τον χώρο και να μπαίνει ενεργά στις ψυχές των ανθρώπων έχοντας βλέψεις άλλες και σίγουρα όχι εμφανείς σε πρώτη προβολή. Στο εξαιρετικό επίμετρο του βιβλίου, η μεταφράστριά του Σοφία Αυγερινού ξεδιπλώνει όλο το ιστορικό που κρύβεται πίσω από την έκδοση του βιβλίου ενώ παράλληλα αναφέρεται σε όσα συμβολικά περιγράφει ο Μπροχ μέσω της αφήγησής του ώστε να αποφύγει την λογοκρισία του καθεστώτος. Ο ίδιος ο Μπροχ γράφει λοιπόν: “Ο κόσμος θα καταρρεύσει για ακόμα μια φορά, θα ξεκινήσει ένας ανήκουστος πόλεμος ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο ͘ τα πάθη που τώρα συγκαλύπτονται θα δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο και μια παράφορη τρέλα με δάδες στο χέρι θα ριχτεί στον ορυμαγδό {…} Τελικά, για χάρη της δικαιοσύνης θα λάβουν χώρα θαύματα, μέχρι επιτέλους να ανατείλει μέσα από τις θηριωδίες ο καινούργιος και συνάμα πανάρχαιος ήλιος”.
Ο Μπροχ εισβάλλει με το ευφυές βλέμμα του στο εσωτερικό της αδιάφορης και απαθούς κοινωνίας και παραδίδει ένα αριστουργηματικής φύσεως σύγγραμμα, το οποίο καταδεικνύει τα ολέθρια λάθη των ανθρώπων της εποχής του που επέτρεψαν στο ναζιστικό μόρφωμα να μολύνει τις ζωές τους και τελικά να οδηγήσει τον κόσμο στην εξαθλίωση, την αδικία, την καταστροφή και την ασυδοσία. Επίκαιρο όσο ποτέ το βιβλίο σε εποχές που η ρητορική της μισαλλοδοξίας και του παραλογισμού επανέρχεται με απειλητικές και απρόβλεπτες διαστάσεις. Ο Μπροχ φιλοσοφεί και στοχάζεται ανοιχτά και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε μία έσχατη προσπάθεια να αφυπνίσει τις συνειδήσεις και να ταρακουνήσει τα στάσιμα νερά της σκέψης και της συλλογικής δράσης. Ο Μπροχ μέσα από το βιβλίο αυτό αναπολεί κατά μια έννοια τα όσα αφήνει πίσω του ο σύγχρονος άνθρωπος και εκφράζει ανοιχτά τον τρόμο και τον φόβο για το άγνωστο που επέρχεται σαν χείμαρρος έτοιμο να κατασπαράξει και να κατακρημνίσει τις ζωές των ανθρώπων. Όπως σε όλα του τα βιβλία, έτσι και εδώ φιλοσοφεί και προβληματίζεται για τα μελλούμενα, για ένα μέλλον ανοιχτά προβληματικό και σίγουρα εξαιρετικά επισφαλές.
“Μονάχα στο κέντρο της ύπαρξής μας βρίσκεται η γνώση, η γνώση γι’ αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος, για να είναι άνθρωπος, βρίσκεται η γνώση για την ανθρωπιά του και τον πολιτισμό του, βρίσκεται η ευσεβής γνώση, που αποτελεί τη γνώση του πολιτισμού…”