Eίναι αξιοσημείωτη η πληθώρα εκδόσεων των βιβλίων του Γιόζεφ Ροτ στα ελληνικά τα τελευταία χρόνια, μια παραγωγή βιβλίων που αποδεικνύει πόσο σημαντικό έργο άφησε πίσω του αυτός ο επιφανής και τόσο ιδιαίτερος συγγραφέας. Γιορτάστηκαν πέρσι 130 χρόνια από την γέννησή του και 85 χρόνια από τον θάνατό του το 1939. Και όμως η γραφή του και οι αφηγήσεις του παραμένουν αναλλοίωτες και ζωντανές στο σήμερα, σε μια περίοδο που μοιάζει ο κόσμος να ξαναζεί την σκοτεινή εκείνη περίοδο του μεσοπολέμου για την οποία άλλωστε γράφει ο Ροτ. Ειδικά η Ευρώπη περνάει χαλεπούς καιρούς και διαβάζοντας ξανά και ξανά τα βιβλία του Ροτ, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πόσο τραγικά επίκαιρος ήταν και είναι. Αυτό συμβαίνει διότι ο κόσμος και οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, ακόμα και αν οι εποχές αλλάζουν με ραγδαίο ρυθμό.
“Πουθενά, ούτε σε μητρώο εκκλησίας ούτε σε κατάστιχο δήμου ούτε σε κτηματολόγιο, δεν υπάρχει γραμμένη η ημερομηνία της γέννησής μου ή έστω το όνομά μου. Δεν έχω σπίτι ούτε πατρίδα. Το σπίτι μου κι η πατρίδα μου είναι μέσα μου. Όπου είμαι δυστυχής, εκεί είναι το σπίτι μου. Ευτυχισμένος νιώθω μόνο έξω και μακριά από τον εαυτό μου” γράφει ο Γιόζεφ Ροτ στις 10 Ιουνίου 1930 παρουσιάζοντας τη δραματική κατάστασή του, αισθανόμενος ο ίδιος την απόκλιση και την αποξένωση προς τον νέο κόσμο που χτίζεται και από τον οποίο όλο και απομακρύνεται. Με ροπή προς το ποτό όσο περνάνε τα χρόνια, διότι εκεί βρίσκει το απάγκιο της λύτρωσής του από τα τεκταινόμενα, ο Ροτ οδηγείται όλο και πιο πολύ στην αυτοακύρωση της ύπαρξής του αδυνατώντας να χωνέψει τις τεκτονικές αλλαγές που πραγματοποιούνται σε ευρωπαϊκό κυρίως επίπεδο. Σαν απόκληρος, σαν ξένος περιδιαβαίνει χώρες και κράτη προσπαθώντας να βρει έναν λόγο για να συνεχίζει να υπάρχει σε μια φυγή χωρίς τέλος όπως είναι και ο τίτλος αυτού του σαφώς αυτοαναφορικού μυθιστορήματος όπου κηδεύει τον εαυτό του κατά μία έννοια.
Περιδιαβαίνοντας στα πιο προσωπικά μονοπάτια του ίδιου του συγγραφέα
Το πρόσωπο του Φραντς Τούντα είναι το άλλο πρόσωπο, το άλλο μισό του ίδιου του Ροτ που σαν αποσυνάγωγος, σχεδόν πεταμένος στο περιθώριο από τα συμβάντα της ιστορίας περιπλανιέται σαν Ιουδαίος αναζητώντας κάτι από τον παλιό κόσμο που μόλις αποδομήθηκε και τον οποίο γοερά θρηνεί. Σε ένα περιβάλλον όπου όλα έχουν μεταλλαχτεί, όπου τα σύνορα αλλάζουν, όπου η ναζιστική λαίλαπα όλο και πλησιάζει και η Αυστρία που εκείνος γνώριζε δεν είναι παρά σκιά και φάντασμα, ο Ροτ βρίσκεται να βαλτώνει και να νοσταλγεί ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια και δυστυχώς για εκείνον δεν πρόκειται να ξανάρθει. Ο Τούντα είναι το ιδανικό πρόσωπο μέσα από το οποίο ο Ροτ θα μιλήσει για όλα αυτά που τον πληγώνουν στην καρδιά και την ψυχή, θα καταθέσει τις αγωνίες και τις ανησυχίες μέσα από έναν άνθρωπο του καιρού του όπως είναι ο Τούντα. Πρέπει να ήταν βασανιστικό για τον ίδιο να βιώνει τέτοια ξενιτιά μεταπηδώντας από χώρα σε χώρα και από έρωτα σε έρωτα δίχως πυξίδα και δίχως φάρο.
Όπως πολύ επιτυχημένα και εύστοχα γράφει ο μελετητής του έργου του Ροτ Μάικλ Χόφμαν στην εισαγωγή της έκδοσης “Η Φυγή χωρίς τέλος είναι το μυθιστόρημα μιας γενιάς, αυτών – που για να παραφράσουμε τον Μπρεχτ – γεννήθηκαν λίγο αργά. Είναι η κρυφή πλευρά της Jazz Age. Η φυγή έχει τη δική της ορμή, τα δικά της κίνητρα. Ο Τούντα, σαν τον Ροτ, είναι ένας άντρας εκτός χρόνου, ένας άντρας της χαμένης γενιάς, που η πρώτη της γνωριμία με άλλους τόπους γίνεται, όπως σημειώνει κάπου ο Ροτ, μέσω του πολέμου. Φεύγοντας από τη δική του εποχή, ο Ροτ φτάνει στη δική μας. Ο Τούντα γράφει στο ημερολόγιό του: “Νιώθω ότι πρέπει να τα γράψω, για να ‘μαι σίγουρος και αύριο ότι έγιναν στα αλήθεια”. Και φυσικά στα λόγια του Τούντα καθρεφτίζονται όλες οι ενδόμυχες σκέψεις ενός Ροτ που πνέει τα λοίσθια και ολισθαίνει σε ένα αδυσώπητο και αναπόφευκτο τέλος.
Είναι και ο Ροτ ένας ιμπρεσιονιστής συγγραφέας, ζει μέσα στην κοινωνία και παρατηρεί από κοντά τα όσα συμβαίνουν. Πιστός στην ανάδειξη των αδυναμιών των ανθρώπινων σχέσεων καθώς και των συναισθημάτων που εκπορεύονται από αυτές, ο Γιόζεφ Ροτ σε όλα του τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα καθώς και τις νουβέλες του, μας παρουσιάζει έναν ανθρώπινο χάρτη μέσα στον οποίο ενυπάρχουν έρωτας, πάθη, τρωτά σημεία και μάλιστα σε ένα περιβάλλον άστατο. Όπως και ο επιστήθιος φίλος του, ο Στέφαν Τσβάιχ, έτσι και εκείνος, στα καφέ που συχνάζουν και στους περιπάτους τους αφουγκράζονται τον παλμό της κοινωνίας και μας χαρίζουν μέσα από το λογοτεχνικό τους έργο πρόσωπα και εικόνες που έχουν ομοιότητες πολλές με εμάς, σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα. Δεν παρεκκλίνει ούτε εδώ από την συνήθεια αυτή να περιγράφει τους ανθρώπους του καιρού του, άνθρωποι σημερινοί και τόσο ζωντανοί και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια.
Οι προβληματισμοί του για το μέλλον της Ευρώπης είναι έκδηλοι και εκφράζονται εμμέσως πλην σαφώς μέσα από ένα μυθιστόρημα που μιλάει για όλα αυτά που τον απασχολούν. Ο Ροτ δίνει μοναδικά τις απαντήσεις καθώς αποδεικνύεται περίτρανα για άλλη μια φορά πως είναι ένας τεχνίτης του λόγου και της γλώσσας, ένας δεξιοτέχνης της αφήγησης και μάλιστα λόγω και της ιδιότητας του ως δημοσιογράφου ορμά με δεινότητα απέναντι στις λέξεις και χτίζει ιστορίες που συναρπάζουν και αγκαλιάζουν τον αναγνώστη. Ο Ροτ όπως και να έχει θα συνεχίσει να προκαλεί και να μας προβληματίζει, σαν ένας καθρέφτης που συνεχίζει να υπάρχει και τον οποίο οφείλουμε ως άνθρωποι να αντικρίσουμε.
“Έτσι όπως έχουν τα πράγματα σ’αυτόν τον κόσμο εδώ, το σημαντικό δεν είναι να δουλεύεις, το σημαντικό είναι να έχεις χρήματα. Ο άνθρωπος χωρίς εισόδημα είναι σαν άνθρωπος χωρίς όνομα, σαν ίσκιος χωρίς σώμα. Νιώθεις φάντασμα {…}”