Ανν Μπροντέ, Άγκνες Γκρέϊ, Εκδόσεις Αίολος

Είναι κάποιοι δημιουργοί που αν και το πέρασμά τους ήταν τόσο σύντομο μπόρεσαν να αφήσουν τα σημάδια τους, τα πατήματά τους και τα χνάρια τους στον καλλιτεχνικό καμβά με τέτοιο τρόπο που μέχρι σήμερα να μνημονεύονται. Είναι οι επονομαζόμενοι καταραμένοι καλλιτέχνες γιατί η μοίρα τους είχε προδιαγράψει μια πορεία σύντομη, έζησαν λίγο αλλά δημιούργησαν πολλά και εμείς σήμερα έχουμε την χαρά, την ευτυχία και την απόλαυση να τους διαβάζουμε, να τους ακούμε, να τους βλέπουμε. Μια τέτοια δημιουργός είναι η Ανν Μπροντέ που παρά την πρόωρη φυγή της για άλλες πολιτείες, μπόρεσε να αφήσει το λογοτεχνικό στίγμα της. Τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο αυτό είναι καθρέφτης της ζωής της ίδιας της Μπροντέ, η οποία για κάποιο διάστημα εργάστηκε ως γκουβερνάντα, ακριβώς δηλαδή όπως και η ηρωίδα της Άγκνες Γκρέϊ. 

Ταξιδεύοντας πίσω στον χρόνο της βικτωριανής εποχής μέσα από τα μάτια μιας γκουβερνάντας

Είναι η περιγραφή λοιπόν της εικόνας μιας νεαρής γυναίκας που παλεύει ενάντια στα στερεότυπα της εποχής να κερδίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της, να νιώσει πως απομακρύνεται από τον στενό κλοιό της πατριαρχικής οικογένειας που επιθυμεί τα κορίτσια να μην μορφώνονται, να μην σπουδάζουν, να παντρεύονται νωρίς όχι με τον εκλεκτό της καρδιάς τους φυσικά αλλά με αυτόν που θα επιλέξει η οικογένεια ως τον πιο κατάλληλο, έναν γαμπρό με οικονομική άνεση πάνω από όλα. Η μαθήτρια της Άγκνες Γκρέϊ βιώνει έναν γάμο όχι και τόσο πετυχημένο ενώ η ίδια η Άγκνες φεύγει από την θαλπωρή του σπιτιού της για να δοκιμάσει τις τύχες της σε μια θέση που στην Αγγλία του 19ου αιώνα δεν εκτιμάται ιδιαίτερα ως εργασία, ωστόσο είναι μια ευκαιρία για απογαλακτισμό. Αυτή η εργασία της προκαλεί προβλήματα, την αναστατώνει και την συνθλίβει ψυχολογικά ειδικά στην περίπτωση της πρώτης οικογένειας, της οποίας τα δύο πολύ ατίθασα παιδιά συμπεριφέρονται ανάρμοστα.

Η γκουβερνάντα για τις πλούσιες και ευκατάστατες οικογένειες της Αγγλίας του 19ου αιώνα είναι μια συνήθεια και ένας ρόλος πολύ σημαντικός ως προς την ανατροφή των παιδιών καθώς η γκουβερνάντα είναι εκείνη που “κυβερνά” το σπίτι – η λέξη γκουβερνάντα προέρχεται από την λέξη gouverner που σημαίνει κυβερνώ – και άρα εκείνη είναι η υπεύθυνη για την διαπαιδαγώγησή τους, ακριβώς όπως δηλαδή η Άνν Μπροντέ στην πραγματικότητα και η Άγκνες Γκρέϊ στο μυθιστόρημα. Ωστόσο, εμμέσως πλην σαφώς η Μπροντέ επισημαίνει πως η ανατροφή των ατίθασων παιδιών δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και το όνειρο μιας εργασίας που θα την ικανοποιεί καταρρέει καθώς η ίδια υπόκειται σε συνεχείς επιπλήξεις από τη μεριά της οικογένειας που σχεδόν την περιφρονεί και της συμπεριφέρεται υποτιμητικά. Ευτυχώς, αυτή η κατάσταση αλλάζει εντελώς με τη δεύτερη οικογένεια όπου μάλιστα συμβαίνει να νιώσει τα βέλη του έρωτα να την πλησιάζουν από την γνωριμία με τον κύριο Γουέστον.

“Ο χαρακτήρας της Ανν ήταν πιο ήπιος και πιο συγκρατημένος ͘  επιθυμούσε τη δύναμη, τη φωτιά, τη γνησιότητα της αδελφής της, αλλά ήταν προικισμένη με δικές της σιωπηλές αρετές. Έδειχνε αυταπάρνηση και ήταν υπομονετική, στοχαστική και ευφυής, ενώ μια ιδιοσυγκρασιακή συστολή και μια πραότητα την κρατούσαν στη σκιά, καλύπτοντας τον νου της και ειδικά τα συναισθήματά της με ένα είδος μοναστικού πέπλου το οποίο σπάνια υψωνόταν” γράφει η Σαρλότ Μπροντέ για την αδερφή της Ανν προσφέροντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να γνωρίσει την προσωπικότητα της τελευταίας. Η Ανν ανήκε σε μια οικογένεια όπου τα τρία από τα αδέλφια της είχαν αναπτύξει μια συγγραφική δεινότητα ωστόσο η ίδια δεν έγινε τόσο γνωστή, στα ελληνικά πρώτη φορά μεταφράζεται. Η Ανν έγραψε όλα και όλα δύο μυθιστορήματα, ωστόσο είχε γράψει πολλά ποιήματα ενώ εν παραλλήλω είχε ξεδιπλώσει τις σκέψεις της μέσα από πολλά γράμματα.

Η Μπροντέ μας δίνει μια εξαιρετική ακτινογραφία των ανθρώπων που η ίδια συναναστρεφόταν και άρα μπόρεσε να παρατηρήσει τις αντιδράσεις τους και να διαπιστώσει τις αδυναμίες των χαρακτήρων τους σαν κάποιος δημοσιογράφος ή ανταποκριτής που επιθυμεί να δει από την κλειδαρότρυπα και να καταγράψει ότι έχει δει. Ιστορίες, όπως αυτή, θυμίζουν πίνακες του Τζέιμς Ένσορ, ο οποίος και παρουσίαζε στα έργα του ανθρώπους ιλαρούς με πρόσωπα αλλόκοτα και γκροτέσκα, βγαλμένα από ένα πανηγύρι μασκοφόρων όπου όλα δύνανται να συμβούν. Το βιβλίο της Μπροντέ είναι βούτυρο στο ψωμί για θεατρική διασκευή διότι υπάρχει αυτή η έντονη διάθεση να σκηνοθετήσει τα πεπραγμένα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να βιώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εκτός του πλαισίου του χωριού ή της κωμόπολης. Έξω στον κόσμο πραγματοποιούνται πόλεμοι, συγκρούσεις, κοσμοϊστορικά γεγονότα και όμως τίποτε από όλα αυτά δεν περνά από το δίχτυ που έχει τυλίξει τις ζωές τους σαν να ζουν μέσα σε μια υπερφουσκωμένη μπάλα, έναν μανδύα που δεν αφήνει κανέναν να κοιτάξει έξω.

Η Μαρία Γιακανίκη που ανέλαβε με επιτυχία το έργο της μετάφρασης γράφει στο εξαιρετικά διδακτικό επίμετρο του βιβλίου τα εξής ενδιαφέροντα: “Η Άγκνες (όπως και η Ανν) είναι άτομο με ιδιαίτερη ενσυναίσθηση και υπερασπίζεται τους αδύναμους: τους φτωχούς, τις γυναίκες και τα ζώα που γίνονται έρμαια των ποταπών επιθυμιών και καπρίτσιων των ισχυροτέρων τους, ενώ κάποιες φορές η εκ πρώτης όψεως συνεσταλμένη γκουβερνάντα επιχειρεί να αποκαταστήσει τη λογική και τη δικαιοσύνη, ερχόμενη σε έμμεση ή άμεση αντιπαράθεση με τους ανωτέρους της”. Η Ανν Μπροντέ είναι από εκείνες τις συγγραφείς που ύψωσαν το ανάστημά τους και πρωτοπόρησαν σε έναν αιώνα όπου τα στερεότυπα και η καταπίεση κατά των αδύναμων αυτής της γης είχαν φτάσει στο απόγειο.

“Αν η επίγεια ευτυχία δεν προορίζεται για μένα, θα προσπαθήσω να προωθήσω την ευημερία αυτών που είναι γύρω μου, και η ανταμοιβή μου θα έρθει στην άλλη ζωή”