Ο Ίταλο Καλβίνο στο περίφημο δοκίμιό του με τίτλο Γιατί πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς, είχε γράψει πως κλασικό είναι ένα βιβλίο που ποτέ δεν έχει ολοκληρώσει αυτά που έχει να πει. Στην περίπτωση του Χέρμαν Έσσε, αυτό το απόφθεγμα επιβεβαιώνεται, καθώς βιβλία σαν το Σιντάρτα, γραμμένο εδώ και πάνω από εκατό χρόνια, αποτελούν σταθμούς της λογοτεχνίας στα οποία είναι αδύνατον να μην σταματήσεις για να μελετήσεις. Είναι κάποια βιβλία που όσο περνάνε τα χρόνια τόσο περισσότερο αυξάνουν την σημασία τους, που είναι πολύτιμα για την ανθρωπότητα όταν αυτή ρέπει προς την ανοησία και την ματαιοδοξία. Δυστυχώς, οι καιροί και η ιστορία επαναλαμβάνονται με τον λάθος τρόπο οδηγώντας σε προβλήματα και σε αδιέξοδα ενώ τα σφάλματα των ανθρώπων που επίσης επαναλαμβάνονται σαν να μην έμαθαν τίποτα από το παρελθόν τους έρχονται να μας θυμίσουν πως η γνώση από την μία και η σκέψη από την άλλη θα παραμένουν αξίες ανεκτίμητες εις το διηνεκές.
Ένα πρόσωπο που αναζητά ενδελεχώς τα μονοπάτια της αυτοπραγμάτωσης
Το βιβλίο αυτό γράφεται σε μία περίοδο ιδιαίτερα δημιουργική για πολλούς από τους συγγραφείς που είναι ενεργοί. Είναι μια περίοδος όπου ο καθημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει προβλήματα και έχει ανησυχίες, αγωνίες και ένα περιρρέον άγχος για την υπόστασή του σε μια κοινωνία εξαιρετικά ασταθή. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος ο Έσσε, όπως έκανε και με τον Ντέμιαν, μιλά τη γλώσσα του στοχασμού και της φιλοσοφίας, γιατί όχι και της ψυχολογίας. Δεν είναι εξάλλου ο μόνος που θα καταπιαστεί με την κρίση του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά συνεχώς απάγκια και λιμάνια για να κατευνάσει τα εσωτερικά του άγχη. Αυτός ο περιπλανώμενος ήρωας που μας παρουσιάζεται εδώ μήπως δεν προέρχεται άραγε από τον ίδιο τον Δον Κιχώτη που ζει ελεύθερος και βρίσκεται σε συνεχή περιδίνηση σε αναζήτηση ευτυχίας; Ο Έσσε, πιστός στις επάλξεις και αναζητώντας απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, χρησιμοποιεί τον Σιντάρτα ως πρόσωπο για να θέσει τα δικά του διλήμματα.
Το βιβλίο αυτό γράφεται λίγο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου από έναν άνθρωπο σκεπτόμενο, έναν άνθρωπο που έβλεπε από καιρό την κατάπτωση και την ολοένα αυξανόμενη παρακμή των ανθρώπινων αξιών, μια κατάρρευση που είχε ανάγκη από αναδόμηση και φώτιση, μια πνευματική αναγέννηση. Σε καμία περίπτωση δεν είναι απλό μυθιστόρημα που απλά καταγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου, πρόκειται για μια πραγματική ελεγεία και έναν ύμνο στην σοφία που λείπει ανέκαθεν από το ανθρώπινο είδος στην πλειονότητά του. Ο Σιντάρτα είναι η προσωποποίηση του ανθρώπου που σηκώνεται, πέφτει και ξανασηκώνεται έχοντας ζήσει το πνευματικό, έχοντας κυλήσει στο διαβολικό και έπειτα έχει αναζητήσει και πάλι το ανώτερο, εκείνο που πραγματικά έχει αξία αφού έχει γευτεί με όλο του το είναι την ηδονή, το χρήμα, την δόξα, την πολυτέλεια και όλα όσα μπορεί κανείς να απολαύσει επί γης. Έχουν όμως όλα αυτά νόημα στο τέλος της ημέρας όταν η ματαιοδοξία και η ματαιότητα αφήνουν άδειο το ποτήρι της ψυχής και διψασμένο τον άνθρωπο που ποθεί μια κάποια αληθινή ευτυχία; Αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα πραγματεύεται ο Έσσε μέσω του Σιντάρτα και στέλνει έμμεσα τα δικά του απλά μα και τόσο πολύπλοκα για τους πολλούς μηνύματα.
Δεν υπάρχει γραμμή στο βιβλίο που να μην χρειάζεται ο αναγνώστης να μελετήσει, είναι ένα πλήρες βιβλίο σε στοχαστικά μηνύματα, είναι ένα καταφύγιο για τον χαμένο άνθρωπο κάθε εποχής που παλεύει να βρει απαντήσεις σε καθημερινά ερωτήματα. Ο Έσσε δεν διαθέτει προφανώς όλες τις απαντήσεις και δεν είναι διδακτικός, είναι όμως παρών στον καιρό του και σε κάθε καιρό – αυτό το βιβλίο δεν θα πάψει να είναι διαχρονικός πυλώνας της στοχαστικής λογοτεχνίας – και μέσα από τον ήρωά του μπορεί και μας εμπνέει να αναστοχαστούμε εαυτούς και αλλήλους και να τολμήσουμε την ενδοσκόπηση που όλοι τόσο έχουμε ανάγκη, για να γνωρίσουμε όχι τους άλλους αλλά τον ίδιο μας τον εαυτό που πολλές φορές τον χάνουμε στο δρόμο. Ο Έσσε ξεδιπλώνει τον στοχαστικό του οίστρο και στον Σιντάρτα βρίσκει έναν τρόπο να αρθρώσει έναν λόγο βαθιά ανθρώπινο που είναι άλλωστε και το ζητούμενο σε όλο του το έργο.
Ο Σιντάρτα μοιάζει απογοητευμένος από το περιβάλλον του και τις συναναστροφές του και για αυτό επιχειρεί να γνωρίσει και πάλι τον ίδιο, ένας λόγος για τον οποίο δεν μένει πουθενά για πολύ καιρό. Ο Έσσε δίνει στο μυθιστόρημα και μια νότα ποιητική καθώς μέσα από τις περιγραφές του αναδεικνύεται αυτή η άκρατη επιθυμία να απέχει ο Σιντάρτα από τα πάντα και να γυρίσει στη φύση ώστε να νιώσει την ευδαιμονία που ενδεχομένως η πόλη δεν μπορεί να προσφέρει. “Από το ποτάμι μάθαινε συνεχώς ο Σιντάρτα. Το κυριότερο: Από το ποτάμι έμαθε ν’ ακούει, ν’ αφουγκράζεται με ήρεμη καρδιά, με ανοιχτή ψυχή, χωρίς ν’ ανυπομονεί και χωρίς να κρίνει, έμαθε να ακούει τα πάντα προσεκτικά και να τα δέχεται, χωρίς πάθος, χωρίς επιθυμία, χωρίς γνώμη”. Η φύση πάντα θα αποτελεί πηγή έμπνευσης για τον χαμένο άνθρωπο και θα είναι φάρος και πυξίδα που πάντα θα φωτίζει.
Στο εξαιρετικό επίμετρο αυτής της τόσο προσεγμένης έκδοσης από κάθε άποψη – είναι το εξώφυλλο, η εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και του Άγγελου Αγγελίδη, οι χρωματισμοί – ο Φόλκερ Μίχελ γράφει χαρακτηριστικά τα εξής πολύ ενδιαφέροντα: “…ο Έσσε με το Σιντάρτα του, στη βάση τώρα ενός άλλου πολιτισμού, στοχεύει ξανά στην απάρνηση της τυφλής υπακοής έναντι οποιασδήποτε αρχής ή αυθεντίας και στον ατομικό επανέλεγχο παραδοσιακών (και εν πολλοίς εθιμοτυπικών πλέον) συμπεριφορών”. Έχοντας ο ίδιος μελετήσει ενδελεχώς την αρχαία κινεζική φιλοσοφία των μεγάλων φιλοσόφων όπως ο Λάο Τσε και ο Κομφούκιος, προσπαθεί να εμφυσήσει και να μεταλαμπαδεύσει με εκλαϊκευμένο τρόπο που να απευθύνεται στο ευρύ κοινό και όχι σε μια ελίτ τα μηνύματα και τα νοήματα που ο ίδιος έχει ενστερνιστεί έχοντας ως στόχο να μοιραστεί την όποια σοφία του.
“Δεν είναι αλήθεια, φίλε, πως το ποτάμι έχει πολλές φωνές; Πάρα πολλές φωνές; Δεν έχει τη φωνή ενός βασιλιά κι ενός πολεμιστή; Κι ενός ταύρου; Κι ενός πουλιού της νύχτας;”
