Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Οι αρχιτέκτονες του πολιτεύματος, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Η ιστορία πάντα θα αποτελεί το όχημα εκείνο το οποίο προσφέρει γνώσεις για το παρόν και το μέλλον, είναι επίσης το όχημα εκείνο πάνω στο οποίο πατάει ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από γεγονότα, κρίσεις και ανατροπές. Η σοφία των γεγονότων και τα λάθη που έλαβαν χώρα κατά το πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν σίγουρα παρέχουν στον σύγχρονο άνθρωπο μαθήματα για τυχόν παθήματα και εναπόκειται σε εκείνον να αναμετρηθεί με τα σφάλματα των προηγούμενων γενεών ώστε με μεγαλύτερη σύνεση και ωριμότητα αφενός να μην τα επαναλάβει και αφετέρου να διδαχθεί από αυτά. Η ιστορία λοιπόν και η ανάλυση των γεγονότων είναι εκ των ων ουκ άνευ για να κατανοήσουμε καλύτερα και διεξοδικότερα όλες τις πηγές καταστροφών, πολέμων και ολέθριων καταστάσεων που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε ανείπωτες τραγωδίες.

Πολιτικές διαδρομές τεσσάρων πολιτικών ανδρών που είχαν συνταγματικό προσανατολισμό

Βέβαια, κατά τον Χέγκελ “το μόνο που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι τίποτε δεν μας διδάσκει η ιστορία”. Το οδοιπορικό στα ιστορικά γεγονότα που επιχειρεί σε αυτό το σπουδαίο πόνημα ο εκάστοτε ιστορικός, την άποψη του Χέγκελ έρχεται με τραγικά επίκαιρο τρόπο να επικροτήσει και να επαυξήσει. Διαβάζουμε για παράδειγμα για τους δύο παγκοσμίους πολέμους που συντάραξαν τον κόσμο και λίγο έλειψε να γίνει και ένας τρίτος, που μέσα από συγκυρίες διάφορες απεφεύχθη και τα όσα διαβάζουμε είναι κατά κάποιο τρόπο διδακτικά. Ωστόσο, από όσα ζούμε στον τωρινό αιώνα μοιάζει εκείνα τα μαθήματα που αντλήσαμε να μην ήταν τελικά αρκετά και το φάσμα μιας παγκόσμιας νέας σύρραξης πάντα να πλανάται πάνω από τον κόσμο. Όσο όμως πιο πολύ διαβάζουμε για την ιστορία και ειδικά για την πιο πρόσφατη, θα έχουμε λιγότερες πιθανότητες να έρθουμε αντιμέτωποι με ένα ακόμα παγκόσμιο μέτωπο, κάτι που φυσικά όλοι απευχόμαστε.

Το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου διατρέχει την πολιτική ιστορία της χώρας τους τελευταίους δύο προηγούμενους αιώνες και χαρίζει στον αναγνώστη, τόσο τον μη μυημένο όσο και τον μυημένο, ένα πανόραμα της ιστορίας τεσσάρων πολιτικών προσωπικοτήτων. Ο καθένας από αυτούς έγραψε σε κρίσιμες για τη χώρα ιστορικές περιόδους τη δική του ξεχωριστή ιστορία και έβαλε το δικό του λιθαράκι ώστε να γίνουν απαραίτητες τομές στο Σύνταγμα, μια ανάγκη επιτακτική ώστε να μην προκύψουν εκτροπές. Ήταν τότε που η χώρα έπρεπε να κυβερνηθεί με ομαλότητα και άρα αυτοί με τη δική τους σφραγίδα ο καθένας εδραίωσαν το δημοκρατικό πνεύμα και προχώρησαν σε αλλαγές που δεν ήταν πάντα ευρέως αποδεκτές και αποτέλεσαν μήλο της έριδος. Πρόκειται για τέσσερις πολιτικούς άνδρες με πολιτικό ανάστημα με υψηλό το αίσθημα της ευθύνης που δεν δίστασαν να τολμήσουν, γνώριζαν πολύ καλά πώς να κινηθούν και να δράσουν αποφασιστικά για το καλό του πολιτεύματος και της χώρας.

Η περίπτωση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες καθώς έδρασε σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη με μεγάλες γεωστρατηγικές ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και με μια Οθωμανική αυτοκρατορία που αν και αδύναμη σε σχέση με το παρελθόν είχε ακόμα ρόλο. Ο ίδιος είχε ενεργή συμμετοχή στον αγώνα της ανεξαρτησίας και έχοντας σταθεί στο πλάι του θείου του Ιωάννη Καρατζά σε μείζονες πολιτικές θέσεις και έχοντας στην φαρέτρα του εξαιρετικές σπουδές και γνωριμίες στο εξωτερικό ήδη από πολύ νωρίς κατανόησε πως η ψήφιση ενός Συντάγματος αποτελούσε εκ των ων ουκ άνευ. Έλαβε λοιπόν μέρος σε πολλές ψηφίσεις Συνταγμάτων και όπως γράφει ο Αλιβιζάτος “ρεαλιστής και με οξύ πολιτικό αισθητήριο, πίστευε πως η Ελλάδα θα προσέλκυε το ενδιαφέρον της Ευρώπης για γεωπολιτικούς λόγους {…}, φρονούσε ότι μια ανεξάρτητη Ελλάδα θα μπορούσε να αναχαιτίσει τις ρωσικές βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο”.

Στην ίδια λογική κινούνται τόσο ο Χαρίλαος Τρικούπης όσο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, δύο εξαιρετικά οξυδερκείς πολιτικοί που ο καθένας από το δικό του μετερίζι άφησαν πίσω τους σπουδαίο πολιτικό έργο, ο μεν πρώτος με την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης και ο έτερος με την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύο τόσο ρηξικέλευθες τομές που άλλαξαν τον ρου του πολιτεύματος. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος προς αυτές τις τομές αλλά με διορατικότητα και πολιτικό θάρρος προέβησαν σε κινήσεις που ενίσχυσαν το Σύνταγμα και την ομαλότητα. Και οι δύο προσανατολισμένοι στο άρμα της Δύσης ακολούθησαν αντίστοιχα το βρετανικό και το γαλλικό παράδειγμα, συγκρούστηκαν με πολιτικούς της εποχής τους και λοιδορήθηκαν για το καλό που έκαναν αφήνοντας όμως παρακαταθήκη ένα καλύτερο και πιο αποτελεσματικό κράτος δικαίου. 

Τελευταίος αλλά όχι έσχατος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, και στις δύο περιόδους του, τόσο την προδικτατορική όσο και την μεταπολιτευτική, υπήρξε θεμελιωτής ενός άλλο μοντέλου διακυβέρνησης μέσω της λεγόμενης βαθιάς τομής. Αυτή η βαθιά τομή στην εκτελεστική εξουσία που θα πριμοδοτούσε την ταχεία και αποτελεσματικότερη δράση του κράτους δυστυχώς δεν ευοδώθηκε το 1963 αλλά μετά το 1974 και τόνιζε πως αν είχε μπορέσει να την καταφέρει νωρίτερα θα είχε ίσως αποφευχθεί η δικτατορία του 1967. Είναι σαφές πως και οι τέσσερεις πολιτικοί είχαν την βαθιά πεποίθηση πως ένα ενισχυμένο και ορθολογικό Σύνταγμα ήταν η πεμπτουσία της σωστής λειτουργίας του πολιτεύματος για αυτό και ο καθένας με τον τρόπο του προχώρησε σε αλλαγές και για αυτό μνημονεύονται σε αυτό το ιστορικό πόνημα, το οποίο αποτελεί οδηγό για το μέλλον μέσα από την μνήμη του παρελθόντος.

“… η ελληνική πολιτική ιστορία αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση πειραματισμού με συνταγματικούς θεσμούς της νεωτερικότητας σε ένα προνεωτερικό περιβάλλον. Πειραματισμού κατ’αρχήν θετικού, παρά τις γνωστές γκρίζες σελίδες του”