Αλεξαντρ Πούσκιν, Ντάμα πίκα, Εκδόσεις Ερατώ

Η νουβέλα αυτή αποδεικνύει την ικανότητα του Πούσκιν να μεταφέρει στον αναγνώστη όλη την πολυπλοκότητα στην σύλληψη μίας συγγραφικής ιδέας εγκιβωτίζοντας διάφορα μεταξύ τους στοιχεία που συνθέτουν την λογοτεχνική του ευφυΐα. Και στην συνέχεια μέσα από την απλότητα μίας αφήγησης που όπως μόνο συγγραφείς σαν τον Πούσκιν μπορούν να χτίσουν, καταφέρνει να μετατρέπει την ιδέα αυτή σε μία ιστορία μυστηρίου ποτισμένη με κοινωνικά μηνύματα που ακροβατεί ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό αφήνοντας μία γεύση αβεβαιότητας και ασυμβατότητας στον αναγνώστη του. Πρόκειται σαφώς για την εισβολή στα άδυτα της ανώριμης ψυχής του σύγχρονου ανθρώπου που διψάει για πλούτο και για εύκολη αναγνώριση μακριά από κόπο αλλά με πολύ μεγάλη δόση πάθους για το επικίνδυνο.

Ξεδιπλώνοντας με απλότητα μια ευφυή ιδέα από έναν λογοτεχνικά ευφυή συγγραφέα

Η μεγάλη ρωσική σχολή, μέλος της οποίας είναι και ο Πούσκιν, μέσα στην δραματικότητα και την διδαχή της έχει την ικανότητα να κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο εις το διηνεκές όταν διαφαίνεται στο προσκήνιο πως η τραγική φιγούρα του ανθρώπου είναι αυτή που συνθλίβεται από την μικροπρέπεια, την μικροψυχία και την ιδιοτέλεια μέσα στον όλεθρο του πολέμου μεταξύ του καλού και του κακού. Γιατί πάντα η λογοτεχνία που έχει ως επίκεντρο την αδύναμη ανθρώπινη ψυχή και προσπαθεί να την ξεψαχνίσει, είναι αυτή τελικά που θορυβεί την εποχή της και μένει στα ράφια της ιστορίας όχι σκονισμένη αλλά καθαρή και κρυστάλλινη. Ο Πούσκιν, ο πατέρας της ρωσικής λογοτεχνίας, είναι επίκαιρος στον καιρό του αλλά και σε κάθε περίοδο και χαρίζει στον αναγνώστη ένα πολυσήμαντο κείμενο με πολλές διαστάσεις και επίπεδα. Η ανθρώπινη φύση είναι στο στόχαστρό του, ο ήρωάς του είναι σάρκα εκ της σαρκός του ανθρώπου που καθημερινά κυκλοφορεί ανάμεσά μας. 

Ο Πούσκιν βάζει στον ήρωά του τα παρακάτω λόγια: «Η θέση του δεν του επέτρεπε να θυσιάζει το αναγκαίο με την ελπίδα ν’ αποκτήσει το περιττό». Ίσως όλη η πεμπτουσία της ιστορίας κρύβεται σε αυτά τα λόγια. Όπως και ο Ντοστογιέφσκι λίγα χρόνια αργότερα με τον Παίκτη έτσι και εδώ σε προηγούμενο χρόνο ο Πούσκιν θίγει το θέμα του πειρασμού και της παραδοξότητας, της μετακίνησης από μία θέση σε μία άλλη. Γιατί ο Χέρμαν, που είναι και ο κύριος πρωταγωνιστής, καταλήγει να κυνηγάει σφόδρα το κατά τα άλλα περιττό που όμως γίνεται έντονα αναγκαίο για εκείνον και μάλιστα κυριαρχείται τόσο πολύ από την ανάγκη αυτή που ξεπερνάει κάθε εμπόδιο για να φτάσει στον τελικό του στόχο. Θα παραπλανήσει την υπηρέτρια Ελισάβετ Ιβάνοβνα και θα την παρασύρει σε ένα παιχνίδι σαγήνης που ποτέ ο ίδιος δεν πίστεψε πραγματικά. Φαρισαϊκή συμπεριφορά και εκμετάλλευση της ανθρώπινης δίψας για αγάπη, να οι αδυναμίες που προκύπτουν από την υπόθεση υποκλοπής του μυστικού που προσπαθεί να εκμαιεύσει ο πανούργος ήρωας του Πούσκιν από την Άννα Φεδόντοβνα χρησιμοποιώντας την υπηρέτριά της ως δόλωμα και θήραμα μαζί. 

Το χρήμα σκληραίνει τους ανθρώπους, τους καταντάει έρμαια του διαβολικού του χρώματος και της ακόμα χειρότερης απειλητικής μυρωδιάς του καθιστώντας τους τους πιο δουλικούς του εκπροσώπους. Η μετάλλαξη ενός ανθρώπου από αγνό σε μοχθηρό είναι η πιο εύκολη αποστολή ενός διαβολικού σχεδίου που οργανώνεται και πλήττει καίρια πρόσωπα ψυχικά ευάλωτα που δεν έχουν την πυγμή να το αντικρούσουν. Η χαρτοπαιξία, αυτή η μάστιγα που έπληττε και πλήττει ακόμα και σήμερα τις κοινωνίες, παίρνει μέσα από την νουβέλα αυτή διαστάσεις κόλαφου για μία ρωσική κοινωνία που μέσα στην απαισιοδοξία της και την μιζέρια της ψάχνει για αποκούμπι και εύκολες διεξόδους. Ο Χέρμαν δεν είναι ξένος προς τον αναγνώστη, δεν είναι ξένος προς τον συγγραφέα, κάπου εκεί καθρεφτίζεται και ο ίδιος ο γράφων καθώς σύχναζε σε λέσχες και γνώρισε από κοντά αυτόν τον βρώμικο κόσμο με τις υπόγειες ανήθικες διαδρομές.

Ο Πούσκιν – εκεί έγκειται και το μεγαλείο του δημιουργού που αξίζει κανείς να ανακαλύψει – παίζει και με την έννοια μίας φανταστικής αφήγησης που όμως παραμένει συγκεχυμένη, πλανάται ένα συνεχές ερωτηματικό όσο πλησιάζουμε στο τέλος της εξιστόρησης και ο αναγνώστης γίνεται μέρος της χωρίς να είναι σίγουρος για την πραγματική έκβαση, μοιάζει ο Πούσκιν να του έχει εμφυσήσει το μικρόβιο της άγνοιας της εξέλιξης. Είναι το όραμα του Χέρμαν αποκύημα της φαντασίας του και αποτέλεσμα της πάλης του για το συμφέρον του που τον τυφλώνουν και τον οδηγούν να ονειρεύεται πρόσωπα και πράγματα που στην ουσία δεν υπάρχουν; Είναι το φάντασμα που τον κατατρέχει αυτό της συνείδησής του που τον ακολουθεί για την επαίσχυντη συμπεριφορά του ή μήπως όντως βιώνει μία εσωτερική κόλαση για τα πεπραγμένα του και την ανομία του και δεν έχει την δύναμη να ξεφύγει; Κανείς δεν γνωρίζει τελικά στο τέλος τι από όλα αυτά επικρατεί και ο Πούσκιν μοιράζει απλόχερα στον αναγνώστη το χαρτί της επιλογής κατά το δοκούν.

Ο Πούσκιν κατάφερε να κατακτήσει το πάνθεον της λογοτεχνικής αναγνώρισης αλλά δεν βρήκε δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα και χειροκροτήματα. Έδειξε σθένος και θάρρος κατά την διάρκεια του βίου του, τότε που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το μένος του πατέρα του, ο οποίος ήταν εχθρικός απέναντί του ειδικά στην διάρκεια της εξορίας του αποτέλεσμα των ιδιαίτερων φρονημάτων του. Υπήρξε γενναίος τότε που τα πολιτικά φρονήματά του εναντίον της μοναρχίας και η εισχώρησή του σε κύκλους μασονικούς τον οδήγησαν στην εξορία αφήνοντάς τον εκτός λογοτεχνικών κύκλων και με το σημάδι του ανεπιθύμητου να τον ακολουθεί και να τον στιγματίζει. Απέδειξε την ομοψυχία του και την ευαισθησία του τότε που με την πένα του προσπάθησε να εμπνεύσει δύναμη και αντοχή στον αγώνα των Ελλήνων επαναστατών ενάντια στον τουρκικό ζυγό και την απελευθέρωση. Στο Εμπρός Ελλάδα, ο Πούσκιν αποδεικνύει τα φιλελληνικά του συναισθήματα και σπέρνει ελπίδα για το αύριο. Ο κομψός αυτός πρίγκιπας πέθανε άδικα σε ηλικία 39 ετών σε μονομαχία για την αποκατάσταση της τιμής όπως συνηθιζόταν τότε θυμίζοντας μέχρι το τέλος της ζωής του πως ήταν “σαν αρκούδα, αλλά μια μικρή γλυκιά αρκούδα”.

«Τρεις ημέρες μετά τη μοιραία νύχτα, στις εννιά το πρωί, ο Χέρμαν ξεκίνησε για το μοναστήρι, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα τελούσαν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Παρότι δεν αισθανόταν μεταμέλεια, ο Χέρμαν δεν μπορούσε να πνίξει τελείως τη φωνή της συνείδησής του…»