Σόμερσετ Μομ, Άσεντεν ή ο Βρετανός πράκτορας, Εκδόσεις Πατάκη

Ο François Mauriac είχε πει το παρακάτω: “Πες μου τι διαβάζεις να σου πω ποιος είσαι. Αυτό είναι αρκετά σωστό, αλλά θα σε γνώριζα καλύτερα αν μου έλεγες τι ξαναδιαβάζεις”. Ο Maugham στα βιβλία του μας ταξιδεύει στον χρόνο της βρετανικής αυτοκρατορίας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα διάλυσης, σε μία διαδικασία αποδόμησης, σαν ένα λαμπερό αστέρι που ολοένα και χάνει την λάμψη του. Αυτό υπονοείται από την αφήγησή του, από τον τόνο που χρησιμοποιεί και καταφέρνει να μας μεταφέρει την δραματική ατμόσφαιρα, τον συναισθηματικό ξεπεσμό των πρωταγωνιστών και την αφαίμαξη που πραγματοποιείται. Άνθρωποι που αλληλοσπαράζονται, σχέσεις που φθίνουν, αντιζηλίες και συγκρούσεις, πισώπλατα “μαχαιρώματα”, ψυχές χαμένες σε χώρες μακρινές, χαρακτήρες στον προθάλαμο νευρικής κρίσης, όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό πτώσης για την άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία και τους ανθρώπους που την απαρτίζουν. Τα πλούτη και η ευγένεια, οι καλοί τρόποι έχουν πλέον δώσει την θέση τους σε αλληλοσπαραγμούς για την κατάληψη μίας θέσης στον διοικητικό θώκο και σε εικόνες βίας και δεσποτισμού απέναντι στους ιθαγενείς κατοίκους, οι οποίοι βιώνουν όσο ποτέ την σκληρότητα και την αυταρχικότητα των κατακτητών τους. 

Υπόγειες και σκοτεινές διαδρομές ενός βρώμικου κόσμου που πνέει τα λοίσθια

Η ισχύς που είχαν στα χέρια τους οι Βρετανοί δείχνει να εξασθενεί και η δυναμική κυριαρχία που κάποτε τους διακατείχε έχει αντικατασταθεί από τον φόβο και την αδυναμία στις κινήσεις τους, σαν να απειλούνται οι ζωές τους από τους υπόδουλους τους. Έτσι, ο πανικός και η πληγωμένη περηφάνια είναι ό,τι τους έχει απομείνει, ένα μείγμα φωτιάς που τους καίει αργά και βασανιστικά λίγο πριν το οριστικό τέλος. Τόσο τα διηγήματα όσο και τα μυθιστορήματα του Maugham όπως αυτό εδώ είναι σαν πίνακες του Γκωγκέν, για τον οποίο άλλωστε έχει γράψει και μία βιογραφία, σε λέξεις. Είναι βιβλία που θα ξαναδιάβαζε κάποιος για να ανακαλύψει διαφορετικές πτυχές των ιστοριών. Ο ίδιος υπηρέτησε τις μυστικές υπηρεσίες και έλαβε πλείστες εμπειρίες από την θητεία του εκείνη στις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και στα μυθιστορήματά του μεταφέρει όλον αυτόν τον υπόγειο κόσμο της άγνωστης και μυστηριώδους συνεννόησης που οδηγούσε σε πολλές αντιφάσεις και αντιθέσεις των ηρώων του λόγω των δυσερμήνευτων συμβάντων. Οι ήρωές του άνθρωποι κοινοί θνητοί, απλοί και επιρρεπείς μαστιγώνονται δίχως άλλο από τα τρωτά τους σημεία και τις ανασφάλειες που τους κατατρέχουν.

Ο Άσεντεν είναι ένας τέτοιος τύπος που κινείται στα όρια του επισφαλούς και προσπαθεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ταξιδεύει συνέχεια και συναντά κόσμο ενώ η ζωή του πολλές φορές είναι επί ξύλου κρεμάμενη. Είναι ένας κρίκος μιας αλυσίδας που περνάει μέσα από επικίνδυνες ατραπούς, μέσα από επικίνδυνα μονοπάτια. Ο βρετανικός τρόπος θέασης των πραγμάτων και αποκατάστασης της τάξης περνάει μέσα και από τα δικά του χέρια, τα θεωρητικά αμόλυντα και αγνά αλλά ποιος εγγυάται πως τα χέρια του είναι καθαρά, ποιος θα ξεκαθαρίσει πως δεν είναι πουθενά αναμεμειγμένος και δεν ανήκει σε κανενός είδους σύστημα, πως θα πείσει πως δεν συμμετείχε σε καμία είδους ανήθικη πράξη και μπορεί να είναι άξιος εμπιστοσύνης;

Ο Σόμερσετ Μομ ζει και αναπνέει στον κόσμο τον οποίο υπηρέτησε για πολλά χρόνια αναδεικνύοντας όλες τις υπόγειες στοές και διαδρομές που σημάδεψαν την θητεία του, τα μυθιστορήματά του είναι ένας τρόπος να αναδυθούν στην επιφάνεια σκοτεινές λεπτομέρειες ενός υπόγειου πολέμου πίσω από τον κανονικό και να αναδειχθούν άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο σημαντικό πλην όμως σχετικώς αόρατο για τους πολλούς αναγνώστες της ιστορίας. Ο ρόλος του στην διαλεύκανση υποθέσεων σε μία συγκυρία δύσκολη – βρισκόμαστε εν μέσω Α’ Παγκοσμίου πολέμου και με τις ισορροπίες να κρέμονται από μια κλωστή στην ευρύτερη περιοχή – είναι καίριος καθώς εκπροσωπεί ως δύναμη αποικιοκρατική μια δυτική αντίληψη επιβολής του ηθικού και του ορθόδοξου σε έναν χώρο. Καταδικάζει τον τρόπο μεταχείρισης των ανθρώπων και πολλές φορές με καυστικό και σαρκαστικό τρόπο αποδεικνύει πως καμία καταπάτηση ξένων τόπων δεν μπορεί να αποφέρει καρπούς. Γιατί κάθε επεισόδιο που μας περιγράφει είναι ποτισμένο με την μελαγχολία και την δραματικότητα ανθρώπων που βλέπουν το τέλος να έρχεται αλλά μέσα τους δεν το παραδέχονται για να συνεχίσουν να ζουν το όνειρο, ένα όνειρο όμως απατηλό και ξεθωριασμένο από τις ριπές του χρόνου.

Το πολιτικό σκέλος της ιστορίας του Μομ είναι εμφανέστατο καθώς όσα συνέβησαν τόσο κατά την διάρκεια του ολέθριου Α’ Παγκοσμίου πολέμου όσο και αυτά που μεσολάβησαν εκ των υστέρων στον κόσμο που έψαχνε να βρει τις ισορροπίες του και τα πατήματά του έδωσαν κίνητρο στον σπουδαίο Μομ να αναδομήσει τις εικόνες και τις στιγμές εκείνες που όρισαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα μέσα από έναν κυκεώνα εξελίξεων που κανείς τότε δεν μπορούσε να προβλέψει και τις συνέπειες των οποίων συζητούμε ακόμα και σήμερα διεξοδικά. Ο Σόμερσετ Μομ όσα χρόνια και αν περάσουν θα παραμένει ο εισηγητής και παρουσιαστής των μετατραυματικών ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν ανεξίτηλα την παγκόσμια ιστορία και αυτό μέσω των ηρώων του τους οποίους δεν παύει να αναλύει με τρόπο μοναδικό και ξεχωριστό.

Ο περιηγητής Maugham, βιβλία του οποίου έχουν μεταφερθεί με επιτυχία στον κινηματογράφο όπως το “Βαμμένο πέπλο”, έχει ποτίσει τον λόγο του με γλωσσικά ιδιώματα των χωρών στις οποίες πέρασε πολύ χρόνο κατά την διάρκεια των ταξιδιών του και είδε από κοντά την ανατολή και την δύση μίας Βρετανίας, που αν και πανίσχυρη διολίσθησε σε λάθη ολέθρια. Με αυτόν τον τρόπο και νομοτελειακά μέσα από παραλείψεις και υπερβολές γεύτηκε τον κατακερματισμό της αυτοκρατορίας της που χτίστηκε όπως αποδείχτηκε πάνω σε γυάλινα πόδια και χάθηκε όπως κάποτε χάθηκε η επίσης κυρίαρχη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τα παθήματα δυστυχώς δεν γίνονται πάντοτε μαθήματα και η ιστορία έρχεται να το επισφραγίσει. Ο Maugham κατορθώνει να μας ξυπνήσει από τον λήθαργο ενός κόσμου που είναι όμορφα φτιαγμένος και ονειρικά δοσμένος και με την λογοτεχνική του γραφή χαρίζει στον αναγνώστη το ταξίδι αυτό σε χώρες, που ίσως να μην μπορέσει ποτέ να επισκεφθεί.

«Ο Άσεντεν ισχυριζόταν πως δεν έπληττε ποτέ. Είχε την αντίληψη ότι αυτό το παθαίνουν οι άνθρωποι που δεν διαθέτουν πλούσιο εσωτερικό κόσμο, και πως μόνο οι ανόητοι βασίζονται σε εξωτερικά ερεθίσματα για να ψυχαγωγηθούν»